H μετανάστευση και η μεγαλύτερη έμφαση στην παροχή αμερικανικής υπηκοότητας σε μετανάστες είναι ένα από τα καλύτερα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας για να συμπιέσουμε μακροπρόθεσμα τις τιμές προς τα κάτω. Δεν το λέω εγώ, το λέει ο Λάρι Σάμερς, πρώην υπουργός Εμπορίου επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον και σύμβουλος του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος έχει διατελέσει και πρόεδρος του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
«Επιτρέποντας σε περισσότερους μετανάστες να έρθουν στις ΗΠΑ, αυτό θα βοηθούσε στη διαχείριση του αυξανόμενου πληθωρισμού και των τρεχουσών ελλείψεων στην αγορά εργασίας», είπε αυτή την εβδομάδα ανοιχτά η διευθύνουσα σύμβουλος του αμερικανικού εμπορικού επιμελητηρίου, Σούζαν Κλαρκ, στο CNN. «Χρειαζόμαστε περισσότερους εργαζομένους. Θα έπρεπε να καλωσορίζουμε όσους ανθρώπους θέλουν να έρθουν, να πάνε σχολείο και να μείνουν εδώ».
Πολλοί οικονομολόγοι έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ της μετανάστευσης ως απαραίτητου συστατικού για την αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης και του ασφαλιστικού συστήματος. Τώρα βλέπουμε ότι η προοδευτική αντίληψη θέλει τη μετανάστευση να έχει ευεργετικές επιπτώσεις στις ελλείψεις στην αγορά εργασίας και κατ’ επέκταση στον πληθωρισμό και στην ακρίβεια.
Αυτές οι παραδοχές είναι κοινός τόπος σε πάρα πολλές χώρες. Στην Ελλάδα, όπου επίσης πολλοί εργοδότες παραπονιούνται ότι ψάχνουν και δεν βρίσκουν προσωπικό, η μετανάστευση προκαλεί αντανακλαστικά αρνητικές σκέψεις: εγκληματικότητα – αφελληνισμός – ανεργία τοπικού πληθυσμού είναι οι έννοιες που επανέρχονται στον δημόσιο διάλογο. Ακόμη και στη φωτογενή περίπτωση Σαϊντού Καμαρά από τη Γουινέα, ο οποίος έφθασε στην Ελλάδα σαν ασυνόδευτος πρόσφυγας, βλέπει κανείς ότι το δίκαιο αίτημά του να μην απελαθεί αντιμετωπίζεται περίπου σαν διαφήμιση της Benetton κατά τη δεκαετία του ’80. Το ζητούμενο δεν είναι μια συμπεριληπτική σέλφι του πρωθυπουργού στο Μαξίμου, αλλά μια οργανωμένη μεταναστευτική πολιτική που θα ενθαρρύνει την ενσωμάτωση των παιδιών που μεγαλώνουν στην Ελλάδα, μετέχουν της ελληνικής παιδείας, ερωτεύονται, κάνουν παιδιά, πληρώνουν φόρους κι απασχολούνται εδώ. Στον αντίποδα, η επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους είναι να τους βγάζει την πίστη για να πάρουν ιθαγένεια κι αν αντέξουν τα χρόνια ταλαιπωρίας τότε να τους τη δίνει, ίσως σαν επιβράβευση της ανθεκτικότητάς τους. Είναι σαν να τους λέμε «να, πάρτε τη, αφού αντέξατε και δεν μεταναστεύσατε σε άλλες, φιλικότερες χώρες».
Είναι κάπως υποκριτικό λοιπόν να συγκινούμαστε μόνο με τους αριστούχους μετανάστες, που σηκώνουν την ελληνική σημαία και τιμούν τα χρώματά της «παρόλο που είναι ξένοι». Υπάρχουν και κακοί και μέτριοι μαθητές, έτοιμοι να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία και να αποδειχθούν εξίσου χρήσιμα μέλη της με τους σημαιοφόρους.