Ενας Λευκαδίτης γιατρός στο πολιορκημένο Μεσολόγγι

Ενας Λευκαδίτης γιατρός στο πολιορκημένο Μεσολόγγι

5' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από το λήμμα για το Μεσολόγγι στο «Λεξικόν της Επαναστάσεως» του Γεωργίου Γαζή: «Αν έλειπεν ο πατριωτισμός των κατοίκων εις την διόρυξιν της τάφρου και εις την κατασκευήν του τείχους και των προμαχώνων αφ’ ενός μέρους, και αφ’ ετέρου ο ηρωισμός των υπερασπιστών […] επί της εσχάτης πολιορκίας, το Μεσολόγγιον μίαν ημέραν, και όχι εν έτος, δεν εβαστούσεν πολιορκούμενον διά ξηράς από τας δυνάμεις της Ασίας, Αφρικής και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας». «Φράχτης» χαρακτηρίστηκε το τείχος ή «μάντρα». Κι ο τόπος «αλωνάκι», όπως με τρυφερότητα τον βάφτισε ο Σολωμός: «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι». Τα πρώτα οχυρωματικά έργα έγιναν τον Ιούνιο του 1821. Χάρη στον Χιώτη μηχανικό Μιχαήλ Κοκκίνη, τα τείχη βελτιώθηκαν κατά πολύ, οι δε ντάπιες και τα κανονοστάσια απέκτησαν ονόματα ιδιαίτερου κύρους: Ρήγας. Κοραής. Κυριακούλης Μαυρομιχάλης. Μάρκος Μπότσαρης. Φραγκλίνος, ο ηγέτης της Αμερικανικής Επανάστασης. Μπάιρον. Σκεντέρμπεης, ο Αλβανός ήρωας του 15ου αιώνα. Κοτζιούσκος, ήρωας της πολωνικής ανεξαρτησίας. Τοκελί, Ούγγρος ήρωας. Γουλιέλμος της Οράγγης, ήρωας των Κάτω Χωρών και της Αγγλίας. Γουλιέλμος Τέλλος, ο περίφημος Ελβετός. Το «αλωνάκι» στραμμένο προς την Ευρώπη.

Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου διήρκεσε από τον Οκτώβριο του 1822 έως τα Χριστούγεννα. Το νικηφόρο τέλος απαθανατίστηκε από τον Σολωμό στον «Υμνο εις την Ελευθερίαν». Με πηγή όσα άρχισε να ιστοριογραφεί ο «εγκάρδιος φίλος του» Σπυρίδων Τρικούπης, ο ποιητής ιστορεί συγκλονιστικά τον μαζικό πνιγμό των Τούρκων στον Αχελώο. Παρακινημένος επίσης από την (τυπωμένη) «Ιστορία» του Τρικούπη, ο Κρυστάλλης αναζητεί πολύ αργότερα την ταυτότητα του άγνωστου άντρα που, παριστάνοντας τον κυνηγό, ειδοποίησε τους Μεσολογγίτες για το σχέδιο του Ομέρ να επιτεθεί το βράδυ των Χριστουγέννων, και γράφει το επύλλιο «Ο καλόγηρος της Κλεισούρας». Από τον Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο του 1823 πολιορκείται το Αιτωλικό και αποκλείεται το Μεσολόγγι (τον αποκλεισμό αυτό ο Π. Στεφανίτσης τον μετράει ως δεύτερη πολιορκία). Η έσχατη πολιορκία, η γνωστή πια ως δεύτερη, διαρκεί από τις 15.4.1825 έως την Εξοδο, 11.4.1826. Δεν είναι λίγες οι πηγές για τον έναν χρόνο που κατέστησε την πόλη «μέγα αγκωνάρι του Αγώνα», κατά τον χαρακτηρισμό του Αλέξη Πολίτη: τα «Ελληνικά Χρονικά» του Μάγερ, που εκδίδονταν από την 1.1.1824 έως τις 20.2.1826, ιστοριογραφίες, επιστολές στρατιωτικών και πολιτικών, απομνημονεύματα. Ως μάρτυρας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί επικουρικά η προφορική λαϊκή παράδοση και η ποίηση, πρωτίστως η συγχρονική: τα σολωμικά έργα, η «Ιστορία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» του Στασινού Μικρούλη, τα δημοτικά τραγούδια.

Κάποια στοιχεία μπορούμε να αντλήσουμε από τη «Μεσολογγιάδα» του Αντωνίου Αντωνιάδη (1876), που θήτευσε εκπαιδευτικός στο Μεσολόγγι και συγκέντρωσε μαρτυρίες επιζώντων της Εξόδου. Παρά τον καθαρευουσιάνικο στόμφο και τα πολλά λάθη του «έπους» του, σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα ενισχύει τις άλλες πηγές, όπως αναγνωρίζει και ο Βλαχογιάννης.

Αλλος τόπος της Επανάστασης που να αποτελεί το μοναδικό ή το κύριο θέμα απομνημονευμάτων δεν υπάρχει. Αποκλειστικά στο Μεσολόγγι αφιέρωσαν τις αναμνήσεις τους τρεις αγωνιστές και τον πυρήνα των «Ενθυμημάτων» του ένας τέταρτος. Ουδείς ήταν Μεσολογγίτης ή έστω Ρουμελιώτης. Ολοι κατάγονταν από περιοχές που δεν έγιναν τμήμα του νεοελληνικού κράτους μετά την απελευθέρωση. Με τη σειρά έκδοσης του έργου τους: ο Πέτρος Στεφανίτσης ήταν Λευκαδίτης, ο Αρτέμιος Μίχος Γιαννιώτης, ο Σπυρομίλιος από τη Χειμάρα, ο Νικόλαος Κασομούλης από την Κοζάνη. Σαν συμπολιορκημένοι, γνωρίζονται και μιλάει ο ένας για τον άλλον, ο Κασομούλης για τον Στεφανίτση, ο Στεφανίτσης για τον Μίχο, ο Μίχος για τον Κασομούλη και τον Σπυρομίλιο. Η μοίρα των «Απομνημονευμάτων» του Στεφανίτση, που επανεκδόθηκαν φωτομηχανικά το 2019 από την Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, με επιμέλεια του Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη και επιλεγόμενα του ίδιου και της Πόπης Πολέμη, υπήρξε ένα φιλολογικό μυστήριο, που χρειάστηκε κοπιώδη έρευνα για να λυθεί, μετά την ανακίνηση του ζητήματος από τον Σπύρο Ασδραχά, το 1960. Από την πρώτη έκδοση του 1839 διασώθηκε μόνο ένα αντίτυπο. Ο Σκλαβενίτης το αναζητούσε 45 χρόνια, ώσπου να το ψηλαφήσει στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ τον Μάιο του 2017.

Η μοίρα των «Απομνη-μονευμάτων» του Στεφανίτση υπήρξε ένα φιλολογικό μυστήριο, που χρειάστηκε κοπιώδη έρευνα για να λυθεί.

Ο Στεφανίτσης (1791-1863) διδάχτηκε φαρμακοποιία στη Λευκάδα και την ιατρική στην Κέρκυρα. «Μόλις ήκουσα την σάλπιγγα του θείου αγγέλου, καλούντος το ελληνικόν γένος εις συντριβήν των οθωμανικών αλύσεων», λέει, «και ευθύς εγκαταλιπών και βίον αναπαυτικόν και ευφρόσυνον μεταξύ συγγενών και φίλων, και υπηρεσίας επωφελείς και σταθεράς, επήδησα εις την Δυτικήν Ελλάδα ως Ελλην, ίνα βοηθήσω καγώ το κατά δύναμιν εις το μέγα επιχείρημα της κοινής πατρίδος». Και όντως βοήθησε. Μετά τη μάχη του Πέτα έφτασε στο Αιτωλικό, όπου τον υποδέχτηκαν ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Μαυροκορδάτος. «Επειδή δε αυτοί με παρεκίνησαν λέγοντες ότι η παρουσία μου είναι αναγκαιοτέρα εις Μεσολόγγι παρά παντού αλλού, έσπευσα εκεί». Στις 21.10.1822 εμφανίζεται ο στρατός του Ομέρ. Χάρη στις «επιδέξιες διαπραγματείες» του Μάρκου, φτάνει βοήθεια από τον Μοριά και οι Ελληνες αποκρούουν τους πολιορκητές. Ο γιατρός αποδείχτηκε ιδιαίτερα χρήσιμος όταν έπεσε τύφος. «Τότε, καθώς και έπειτα εις τους 1825, το Μεσολόγγι κατέστη μέγα θέατρον κλινικής, πρόχειρον εις πάντα όστις, άοκνος ων και φιλάνθρωπος άμα, ήθελε να γείνη άξιος ιατρός».

Στις 10.3.1824 ο Μπάιρον χαρίζει στον Στεφανίτση «εν ξίφος αγγλικόν». Μόνο αυτό διέσωσε στην Εξοδο. Το τουφέκι και τα δύο πιστόλια του τα έχασε. Στις 27.4.1826 φτάνει στο Ναύπλιο, καταφαγωμένος από την ψείρα. «Με εδέχθησαν με λόγους παχείς, αλλά οίκημα, βοήθεια, τίποτε», γράφει λυπημένος. Δύο χαρακτηριστικές παράγραφοι της αφήγησής του. Η πρώτη: «Οι χαρακτήρες της τυπογραφίας εκείνης ήτις παρέδωκεν εις τας σελίδας της ιστορίας όλας τα περιστάσεις της πολιορκίας, όλα τα κατορθώματα της φρουράς, και τα ονόματα τόσων ηρώων, και αυτοί, και τα πιεστήρια διεσκορπίσθησαν και ετάφησαν εις το έδαφος του Μεσολογγίου, διά να μη μολυνθώσιν από βαρβαρικάς χείρας».

Συγκλονιστική η επόμενη: «Εγώ υπήγον αυτοπροσώπως μετά την μάχην, και παρατηρήσας τα πτώματα των εχθρών, επρότεινα εις μερικούς, επειδή και είχαμεν έλλειψιν την εσχάτην από τροφάς, διότι πενηνταμίαν ημέραν μείναντες χωρίς ψωμί, ετρώγαμεν γάταις, σκύλους, χελιδόνια, τζαρούχια, κτλ. ν’ αλατίσωμεν μερικά εξ αυτών των πτωμάτων νωπά όντα εισέτι, διά τροφήν, αλλά δεν το εδέχθησαν». Δεν είναι αυτή η μόνη μαρτυρία για τη φριχτή ανάγκη της πτωματοφαγίας, είναι όμως η μόνη με ανάληψη ευθύνης.

Κάτι τελευταίο: Και στον Στεφανίτση, όπως και στον Κασομούλη και στα «Χρονικά», συναντάμε την «άκρα σιωπή». Η «άκρα του τάφου σιωπή» του Σολωμού ακουμπάει σε έναν κοινό λεκτικό τόπο και τον εξυψώνει. Οπως εξύψωσε σε κορυφαίο σύμβολο τον τόπο του Μεσολογγίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή