Αποχαιρετισμός στις μάσκες

Αποχαιρετισμός στις μάσκες

4' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο Οσλο κανένας δεν φοράει μάσκα, πουθενά. Στο αεροδρόμιο, στα ξενοδοχεία, στο ασανσέρ. Ακόμα και στα ΜΜΜ ελάχιστους βλέπεις με μάσκα – ίσως μόνο τους τουρίστες. Στα μαγαζιά κανένας δεν ελέγχει το κινητό μας για να δει αν έχουμε πιστοποιητικό εμβολιασμού. Στη Νορβηγία έχουν λίγες εκατοντάδες κρούσματα κάθε μέρα – αλλά κάνουν μόνο 2.000-3.000 τεστ σε ολόκληρη τη χώρα για να τα βρουν. Ο αριθμός των νεκρών ανακοινώνεται μόνο εβδομαδιαίως (πεθαίνουν περίπου 120 άνθρωποι σε αυτό το διάστημα). Υπάρχει ακόμα η COVID-19 στην κοινωνία τους. Απλώς δεν τους νοιάζει να το παρακολουθούν το θέμα πάρα πολύ.

Και δεν είναι μόνο η Νορβηγία. Στις περισσότερες βόρειες χώρες της Ευρώπης η πανδημία έχει τελειώσει. Είναι σαν ένας άλλος, παράλληλος κόσμος. Ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, εκεί οι άνθρωποι έχουν επιλέξει να πιστέψουν ότι η πανδημία έχει τελειώσει. Δεν έχει ρωτήσει κανένας τον ιό βεβαίως, ο οποίος εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά εκείνες οι κοινωνίες έχουν αποφασίσει ότι αυτό ήταν, δεν μπορούμε άλλο, κάναμε ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε, τώρα θα συνεχίσουμε όπως πριν. Τις προάλλες ανακοινώθηκε ότι και η δική μας θα μιμηθεί εκείνες τις χώρες και θα αποσύρει κάποια από τα μέτρα από τις αρχές Μαΐου (την επίδειξη πιστοποιητικών εμβολιασμού για την είσοδο σε κλειστούς χώρους, τα υποχρεωτικά self tests των παιδιών) και κάποια άλλα από τις αρχές Ιουνίου (τη χρήση μάσκας στους περισσότερους εσωτερικούς χώρους). Είναι μια απόφαση εν πολλοίς αναμενόμενη και, για λόγους που θα πούμε παρακάτω, ίσως και ευνόητη. Ταυτόχρονα, όμως, είναι μια απόφαση που θα εντείνει μια νέα ανισότητα που έχει δημιουργηθεί στην κοινωνία μας, μια ανισότητα εξωγενή, που την έχει επιβάλει ο κορωνοϊός: την υγειονομική.

Μέχρι σήμερα, ο λόγος για τον οποίο πολλοί ηλικιωμένοι, ανοσοκατεσταλμένοι και μέλη άλλων ευπαθών ομάδων μπορούσαν λίγο-πολύ να κυκλοφορούν στην κοινωνία, να μπαίνουν στα μαγαζιά και να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή ήταν το ότι, χάρη στα μέτρα, ήξεραν ότι σε κάποιο βαθμό ήταν προστατευμένοι. Ολα ανοιχτά είναι στην Ελλάδα, τα πάντα λειτουργούν λίγο πολύ όπως πριν. Αλλά οι πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού μας ήξεραν ότι στο μαγαζί που θα μπουν, οι υπόλοιποι πελάτες και οι εργαζόμενοι θα φορούν μάσκα. Οτι στους περισσότερους κλειστούς χώρους οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι δεν θα είναι τίποτε αντικοινωνικοί, ανεύθυνοι «ψεκασμένοι», αλλά υπεύθυνοι συμπολίτες που έχουν κάνει το ελάχιστο για να προσέξουν τους εαυτούς τους και τους υπολοίπους (γιατί αυτό είναι το «φίλτρο» που βάζουν τα πιστοποιητικά εμβολιασμού στις εισόδους των κλειστών χώρων, όχι κάτι άλλο). Με την άρση των μέτρων, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που νιώθουν ότι κινδυνεύουν από την COVID-19, θα φοβούνται περισσότερο να κυκλοφορήσουν έξω. Δεν είναι λίγοι. Είναι επταψήφιος αριθμός Ελλήνων. Κι όμως, οι περισσότεροι τους παραβλέπουμε ή τους ξεχνάμε.

Στις περισσότερες βόρειες χώρες της Ευρώπης η πανδημία είναι σαν ένας άλλος, παράλληλος κόσμος. Οι άνθρωποι έχουν επιλέξει να πιστέψουν ότι έχει τελειώσει.

Σε κάποιο βαθμό, η στάση των υπευθύνων είναι δικαιολογημένη. Σου λέει, έχουμε δωρεάν, αποτελεσματικά εμβόλια, όποιος θέλει να προστατευτεί μπορεί να τα κάνει, σας προσφέρεται τώρα σιγά σιγά και τέταρτη δόση αν νιώθετε ότι τη χρειάζεστε, ε, ας τα καταργήσουμε όλα. Αυτό κάνουν και οι άλλοι. Και βέβαια, βλέποντας και τις απίστευτες δυστοπικές σκηνές από την Κίνα τώρα τελευταία χωνεύουμε για τα καλά ότι η συνύπαρξη με τον ιό είναι μονόδρομος και ότι η εναλλακτική δεν είναι ζωή, είναι δυστοπία. Μόνο που για πολλές και μεγάλες ομάδες του πληθυσμού ο κίνδυνος ακόμα και με τέταρτη δόση δεν είναι αμελητέος. Με το να αφαιρούμε τα υποτυπώδη, ελάχιστα επιβαρυντικά για τους υπολοίπους, αλλά ουσιαστικά μέτρα προστασίας που είχαν απομείνει, κάνουμε τον δημόσιο χώρο αρκετά πιο επικίνδυνο για αυτούς.

Ως πολιτική απόφαση, επίσης, φαίνεται να μη βγάζει πολύ νόημα. Κανένας πολίτης δεν αποδίδει εύσημα σε αυτούς που την πήραν επειδή την πήραν (η ιδέα ότι οι μάσκες και τα πιστοποιητικά είναι μιας μορφής επιβολή την οποία θέλουμε να ξεφορτωθούμε είναι υπαρκτή και έντονη σε άλλες κοινωνίες, αλλά όχι τόσο στη δική μας), ενώ αντιθέτως, αν δεν πάνε καλά τα νούμερα και οι δείκτες και οι ίδιοι πολιτικοί αποφασίσουν να επιβάλουν ξανά μέτρα, θα υποστούν κριτική και σημαντικό κόστος. Τα μέτρα που είχαν απομείνει, δε, είναι εξαιρετικά ήπια, οι πολίτες και οι επαγγελματίες έχουν πια εξοικειωθεί μαζί τους και τα έχουν αποδεχτεί, ενώ ακριβώς επειδή είναι τόσο υποτυπώδη και εύκολα, η τήρησή τους φαίνεται να είναι αξιοθαύμαστα καθολική (επισκέφθηκα την Εθνική Πινακοθήκη και το Λούβρο μέσα σε δύο εβδομάδες – στο Λούβρο οι μισοί δεν φορούσαν μάσκα, αν και ήταν υποχρεωτικό, ενώ εδώ φορούσαν όλοι).

Οπότε γιατί να καταργήσουμε αυτή την προστασία των πιο ευάλωτων; Μόνο μία πειστική εξήγηση φαίνεται να υπάρχει: οι τουρίστες. Τα δεκάδες εκατομμύρια Βορείων που σε λίγες εβδομάδες θα αρχίσουν να ταξιδεύουν μαζικά προς τη δική μας χώρα, για διακοπές και για να τονώσουν τη δική μας οικονομία, τη ζαλισμένη από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα χρεοκοπιών, πανδημιών και του Πούτιν. Πώς να τον βάλεις τον Νορβηγό να ξαναθυμηθεί τις μάσκες και τα πιστοποιητικά στις διακοπές του; Για να μην τον ξεβολέψουμε, μάλλον θα χρειαστεί να ξανα-αυτοπεριοριστούν πολλοί ευάλωτοι Ελληνες από έναν κόσμο λίγο πιο επικίνδυνο και αφιλόξενο γι’ αυτούς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή