Κάτι αλλάζει στον Αρειο Πάγο

Κάτι αλλάζει στον Αρειο Πάγο

5' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το τελευταίο διάστημα κάτι αλλάζει στον Αρειο Πάγο. To δείχνουν δύο πρόσφατες εξελίξεις με μεγάλο ενδιαφέρον.

Αναφέρομαι κατ’ αρχάς στις αποφάσεις της διοικητικής ολομέλειας του δικαστηρίου, που έθεσαν εκτός δικαστικού σώματος δεκαπέντε λειτουργούς του, οι οποίοι αποδεδειγμένα καθυστερούσαν υπερβολικά να εκδώσουν αποφάσεις σε υποθέσεις που είχαν χρεωθεί.

Αν λάβει κανείς υπ’ όψη ότι, κατά γενική ομολογία στις μέρες μας, το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας είναι οι αδιανόητες καθυστερήσεις που εξακολουθούν να σημειώνονται και ότι η σπουδαιότερη ίσως αιτία των καθυστερήσεων αυτών είναι η αδικαιολόγητη ανοχή που επιδεικνύουν από παλιά τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια απέναντι ακόμη και σε ακραίες περιπτώσεις, θα αντιληφθεί ότι η επιβολή του σκληρού αυτού μέτρου είναι ένα θετικό κατ’ αρχήν βήμα. Ενα βήμα που θα πρέπει να χαιρετιστεί, παρότι –όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιου είδους διαδικασίες– είναι πιθανόν να έχουν συντελεστεί αδικίες έναντι κάποιων, καθώς και ανεπιείκειες. Το πρόβλημα είναι δυστυχώς τόσο οξύ, που η επ’ αόριστον αναβολή της επίλυσής του στο όνομα της δικαστικής τάχα ανεξαρτησίας και κατ’ επίκληση μιας κακώς νοούμενης συναδελφικής αλληλεγγύης θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες για δικαστές που κάνουν καλά τη δουλειά τους και, προπάντων, για το κύρος της Δικαιοσύνης ως κορυφαίου θεσμού.

Η δεύτερη εξέλιξη στην οποία θα ήθελα να σταθώ είναι η απόφαση που έλαβε η ολομέλεια του Αρείου Πάγου στην «υπόθεση Κορκονέα» (ΟλΑΠ(ποιν) 2/2022). Θυμίζω ότι, βάσει της νέας διατύπωσης για τις ελαφρυντικές περιστάσεις του ποινικού κώδικα (ΠΚ) του 2019, η ποινή του δολοφόνου του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου μειώθηκε σε δεύτερο βαθμό τόσο ώστε, έντεκα μόλις χρόνια μετά την αποτρόπαιη πράξη του, να αποφυλακισθεί επειδή την εξέτισε. Τι ακριβώς συνέβη;

Σε αντίθεση προς τον προϊσχύσαντα ΠΚ, που όριζε ότι η ποινή μειώνεται αν ο υπαίτιος έχει ζήσει, έως την τέλεση του εγκλήματος, «έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή», η νέα διατύπωση του άρθρου 84 ΠΚ προβλέπει ότι αποτελεί ελαφρυντική περίσταση «το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα έως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίπτωση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα».

Η νέα διατύπωση είναι προφανώς επιεικέστερη. Τη μεταβολή ο νομοθέτης τη δικαιολόγησε με τη σκέψη ότι η παλιά διατύπωση είχε προκαλέσει σοβαρές διαφωνίες, καθώς άνοιγε τον δρόμο για αθέμιτες «εισβολές» στην οικογενειακή και γενικότερα την ιδιωτική ζωή του υπαιτίου. Κάτι που το άρθρο 9 παρ. 1 του Συντάγματος απαγορεύει. Από την άλλη, στενά γραμματικά, το επίθετο «σύννομη» (ζωή) της νέας διατύπωσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι σημαίνει ότι ο υπαίτιος δεν έχει υποπέσει σε «καμιά δικαστικά διαγνωσθείσα παραβίαση του νόμου» και ειδικά του ποινικού νόμου. Οτι έχει, με άλλα λόγια, «λευκό ποινικό μητρώο». Ηταν άραγε αυτό το νόημα της μεταβολής του άρθρου 84 ΠΚ;

Στο ερώτημα αυτό, το δικαστήριο στην «υπόθεση Κορκονέα» έδωσε θετική κατ’ αρχήν απάντηση, μια και στο παρελθόν ο εν λόγω αστυνομικός δεν είχε καμιά καταδίκη, ούτε καν για ελαφρύ πλημμέλημα. Τουναντίον, αγνόησε παλαιότερες συμπεριφορές του υπαιτίου που ήταν, αν όχι βάναυσες, τουλάχιστον σκληρές και οι οποίες θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπ’ όψη για την επιμέτρηση της ποινής του. Εξ ου και το πρόβλημα που προκλήθηκε, σε μια περίοδο, είναι αλήθεια, που, αμέσως μετά τη θέση σε ισχύ του νέου ΠΚ, δεν είχε ακόμη αποσαφηνιστεί νομολογιακά το νόημα της λέξης «σύννομη», όπως χρησιμοποιείται στο νέο άρθρο 84.

Οι αποφάσεις της διοι- κητικής ολομέλειας, που έθεσαν εκτός δικαστικού σώματος δεκαπέντε λειτουργούς του, οι οποίοι αποδεδειγμένα καθυστερούσαν υπερβολικά να εκδώσουν αποφάσεις σε υποθέσεις που είχαν χρεωθεί, είναι θετικό βήμα.

Τη λύση έδωσε ο Αρειος Πάγος με την ως άνω απόφασή του, επικαλούμενος την αρχή της αναλογικότητας. Το έκανε μάλιστα διευρύνοντας το νόημά της. Πιο συγκεκριμένα, η ολομέλεια δέχθηκε ότι η αρχή αυτή πρέπει να εφαρμόζεται, όχι μόνον όταν εισάγονται περιορισμοί στα ατομικά δικαιώματα, όπως ορίζει το γράμμα της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, αλλά σε κάθε περίπτωση, ως «γενικό δικαίωμα για κοινωνική αλληλεγγύη» και για τη δημιουργία «κλίματος ασφαλείας» για τον πολίτη. Και τούτο από όλα τα όργανα της πολιτείας, συμπεριλαμβανομένων προφανώς και των δικαστηρίων όταν επιβάλλουν ποινές. Αυτές δεν θα πρέπει να είναι ούτε υπέρμετρα αυστηρές ούτε αδικαιολόγητα επιεικείς, αλλά ανάλογες προς τη σοβαρότητα του εγκλήματος.

Αν εξαιρεθεί μια ατυχής, κατά τη γνώμη μου, αναφορά στο «κοινό περί δικαίου αίσθημα» που τάχα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη από τα δικαστήρια (δεν είναι διόλου προφανές ότι το αίσθημα αυτό οδηγεί πάντοτε σε ορθές λύσεις!), η σκέψη αυτή της ολομέλειας είναι ορθή. Και τούτο διότι αναγνωρίζει στον δικαστή τη δυνατότητα να συνεκτιμά περιστατικά και συμπεριφορές οι οποίες, ακόμη και όταν δεν είναι παράνομες, «λένε» πολύ περισσότερα για την προσωπικότητα του εγκληματία απ’ ό,τι οι όποιες ποινικές καταδίκες. Κάτι που δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και υπεισέλευση του δικαστηρίου στην ιδιωτική και την οικογενειακή ζωή του.

Δεν είναι πάντως αυτός ο λόγος που θεώρησα ότι η ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου συνιστά θετικό βήμα στη νομολογία του. Την ξεχώρισα γιατί πιστεύω ότι αποτελεί ένα καλό παράδειγμα τελολογικής ερμηνείας μιας ποινικής διάταξης, χωρίς να παραμερίζεται το γράμμα της. Βλέποντας, με άλλα λόγια, τον σκοπό στον οποίο η νέα ρύθμιση αποβλέπει στις σημερινές περιστάσεις, ο Αρειος Πάγος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίθετο «σύννομος» έχει ευρύτερο περιεχόμενο από εκείνο που θέλησε να του προσδώσει ο νομοθέτης. Διότι, διαφορετικά, κάθε εγκληματίας με λευκό ποινικό μητρώο θα μπορούσε να διεκδικήσει επιεικέστερη μεταχείριση, κάτι προφανώς εσφαλμένο. Για να το αντιληφθεί κανείς, αρκεί να θυμηθεί παλαιότερες αμερικανικές αστυνομικές ταινίες με ψυχρούς δολοφόνους, που ετοιμάζουν επί χρόνια το έγκλημά τους, με κάθε λεπτομέρεια, χωρίς να δίνουν ώς την κρίσιμη ώρα την παραμικρή αφορμή.

Η αποδέσμευση λοιπόν από το γράμμα του νόμου και η αναζήτηση του βαθύτερου νοήματός του είναι το στοιχείο που θέλω να υπογραμμίσω στην ανωτέρω απόφαση. Σε αντίθεση προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, ο Αρειος Πάγος δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια «ανοίγματα». Προσηλωμένη σε μια μέχρι σχολαστικότητας εμμονή στους τύπους, προπάντων τους δικονομικούς, η νομολογία του αυτή έχει δώσει αφορμή για απανωτές καταδίκες της χώρας μας τα τελευταία χρόνια από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου για «υπερβολική τυπικότητα» (excessive formalism).

Τα δειλά βήματα που έκανε προ εικοσαετίας το δικαστήριο επί προεδρίας Στέφανου Ματθία έμειναν τότε χωρίς συνέχεια. Σήμερα ο Αρειος Πάγος δείχνει να θέλει να ξαναζωντανέψει την κληρονομιά του σπουδαίου εκείνου δικαστή. Σαν να θέλει να σηκώσει και αυτός το γάντι της νεωτερικότητας. Κάτι προφανώς πολύ θετικό.

* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή