Επειτα από χρόνια επιδεινούμενων σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια να προωθηθεί ένα νέο αφήγημα στην Ουάσιγκτον για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Το αφήγημα αυτό επικεντρώνεται κυρίως στο πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία προσφέρει μια ευκαιρία για την επανεκκίνηση των σχέσεων με την Αγκυρα και την αντιστροφή της πρόσφατης πλεύσης της Τουρκίας προς τη Ρωσία.
Ο μεγαλύτερος κλονισμός στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας σχετιζόταν με την απόκτηση από την Αγκυρα των ρωσικών S-400. Το καθεστώς Ερντογάν προφανώς θεωρούσε ότι η επιμονή της Ουάσιγκτον στο θέμα αυτό ήταν χλιαρή και ότι το Κογκρέσο μπλόφαρε. Ωστόσο, η απομάκρυνσή της από το πρόγραμμα των F-35 και η επιβολή κυρώσεων CAATSA θα έπρεπε να είχαν αποτελέσει σημάδι.
Σήμερα, το αφήγημα της «επανεκκίνησης» επικεντρώνεται στο αίτημα της Τουρκίας να αγοράσει νέα και αναβαθμισμένα F-16 από τις ΗΠΑ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προσπάθησε να προβάλει διάφορα επιχειρήματα για να διαχωρίσει την περίπτωση των F-16 από εκείνη των F-35.
Υπάρχει ωστόσο ένα σημείο που απουσιάζει επιδεικτικά από κάθε συζήτηση: η κλιμάκωση της επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Η αποτυχία της κυβέρνησης Μπάιντεν να συνδέσει δημοσίως την «επανεκκίνηση» με τον τερματισμό της αποσταθεροποιητικής συμπεριφοράς της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο υπονομεύει την πολιτική των ΗΠΑ σε πολλά μέτωπα.
Στο πρόσφατο ταξίδι της στην Τουρκία, η υφ. Εξωτερικών Νούλαντ αποκάλυψε ένα νέο στοιχείο της αμερικανοτουρκικής επανεκκίνησης – τον Στρατηγικό Μηχανισμό. Ωστόσο η Αγκυρα ανταποκρίθηκε με ενέργειες που να δικαιολογούν αυτή τη νέα διπλωματική πρωτοβουλία; Κάθε άλλο. Το καθεστώς Ερντογάν δεν περίμενε καν να φύγει η Νούλαντ από την περιοχή προτού αυξήσει τις επιθετικές υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά και τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου. Σε απάντηση, η Νούλαντ εμφανίστηκε στην ΕΡΤ και δήλωσε ότι οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου και οι υπερπτήσεις πάνω από τα ελληνικά νησιά ήταν «προκλητικές» και δήλωσε ότι «εμείς [οι ΗΠΑ] δεν τις στηρίζουμε».
Απαντώντας στα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων που είχαν δηλώσει ανοιχτά την αντίθεσή τους στις πωλήσεις F-16 στην Τουρκία, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποστήριξε ότι υπάρχουν «επιτακτικά μακροπρόθεσμα [συμφέροντα] για την ενότητα του ΝΑΤΟ που υποστηρίζονται από τους κατάλληλους αμυντικούς εμπορικούς δεσμούς των ΗΠΑ με την Τουρκία». Η Αγκυρα υπονομεύει αυτή την υπόθεση χρησιμοποιώντας αμερικανικής κατασκευής F-16 εναντίον ενός συμμάχου του ΝΑΤΟ, την Ελλάδα. Με ανησυχητική συνέπεια, η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία με F-16, κάνοντας μεταξύ άλλων 168 παραβιάσεις εναέριου χώρου και 42 παράνομες υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά σε μία μόνο ημέρα, στις 27 Απριλίου – λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά την προειδοποίηση της υφυπουργού Νούλαντ.
Σε αντίθεση με το σκεπτικό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η Τουρκία υπονομεύει σχεδόν καθημερινά τα συμφέροντα της ενότητας του ΝΑΤΟ και τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, δημιουργώντας ένα σημείο ανάφλεξης εντός του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα δεν παραβιάζει τον τουρκικό εναέριο χώρο, αλλά αναγκάζεται να σηκώσει τα δικά της αεροσκάφη για να υπερασπιστεί τον εναέριο χώρο και το έδαφός της. Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ Τζέφρεϊ Πάιατ εξέφρασε τον φόβο για ένα «τρομερό επεισόδιο» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο, όπου θα έρθουν αντιμέτωπα «φονικά, περίπλοκα στρατιωτικά συστήματα». Εκτοτε, η Τουρκία όχι μόνον έχει αυξήσει τις παραβιάσεις του εναέριου χώρου και τις υπερπτήσεις της, αλλά έχει προβεί σε ενέργειες για να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Ελλάδας σε κατοικημένα ελληνικά νησιά.
Η Τουρκία απερίσκεπτα διακινδυνεύει έναν πόλεμο εντός του ΝΑΤΟ. Η διάθεση νέων και αναβαθμισμένων F-16 θα ήταν εξίσου απερίσκεπτη. Οποιαδήποτε πώληση αμερικανικών όπλων προς την Αγκυρα πρέπει τουλάχιστον να περιοριστεί ώστε να αποτραπεί η χρήση τους με τρόπο που να εγκυμονεί κινδύνους σύγκρουσης με την Ελλάδα. Αν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν έχει τη σοφία και το σθένος να συνδέσει δημόσια την πώληση των F-16 με τον τερματισμό του αναθεωρητισμού και της προκλητικής συμπεριφοράς της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα, θα πρέπει να το κάνει ο πρόεδρος Μπάιντεν στη συνάντησή του με τον κ. Μητσοτάκη στις 16 Μαΐου.
* Ο κ. Εντι Ζεμενίδης είναι εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC).