Και γιατί να μάθουμε τι πρέπει να αλλάξει;

Και γιατί να μάθουμε τι πρέπει να αλλάξει;

2' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εκπληξη δεν είναι ότι η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος αποφάσισε να προχωρήσει σε στάση εργασίας ώστε να δυσχεράνει, αν όχι να ματαιώσει, τη διεξαγωγή της ελληνικής εκδοχής του διαγωνισμού PISA. Εκπληξη θα ήταν να μην το κάνει.

Οτιδήποτε συνειρμικά παραπέμπει σε αξιολόγηση γνώσεων, ικανοτήτων, μαθησιακών αποτελεσμάτων, απόδοσης, εντέλει, του ελληνικού σχολείου, προκαλεί μια σχεδόν παβλοφική αντίδραση απόλυτης άρνησης από την πλευρά μεγάλης μερίδας συνδικαλιστών εκπαιδευτικών. Αυτή η «αλλεργία» στην καταγραφή επιδόσεων είναι μία από τις σταθερές στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος και ένα κατεστημένο εξαιρετικά δύσκολο να τρωθεί.

Ο διαγωνισμός PISA του ΟΟΣΑ, μέσα από μια συγκεκριμένη μεθοδολογία, επί της ουσίας αξιολογεί το επίπεδο εμπέδωσης βασικών γνωστικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων από τους μαθητές. Την κριτική ικανότητα για την κατανόηση και αντιμετώπιση ζητημάτων. Την επίδραση κοινωνικών, οικονομικών, εκπαιδευτικών, δημογραφικών μεταβλητών στη μαθησιακή διαδικασία. Τέλος, την αποτελεσματικότητα διαφορετικών εκπαιδευτικών συστημάτων και πρακτικών.

Κωδικοποιώντας όλα αυτά, μέσα από τον διαγωνισμό προκύπτει αν και τι μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο, από ποιους παράγοντες επηρεάζεται θετικά ή αρνητικά η διαδικασία μάθησης, τι θα μπορούσε να αλλάξει για την επίτευξη καλύτερου αποτελέσματος.

Οι επιδόσεις της χώρας μας στον διαγωνισμό του ΟΟΣΑ κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτες είναι. Το 2018, τελευταία χρονιά που έγινε ο διαγωνισμός, ο οποίος επαναλαμβάνεται ανά τριετία, οι Ελληνες μαθητές που συμμετείχαν κατετάγησαν –σε σύνολο 78 χωρών– 42οι στην κατανόηση κειμένου και 44οι σε μαθηματικά και φυσικές επιστήμες.

Με βάση τα αποτελέσματα αυτά, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα χρήζει βελτιώσεων. Αλλά και χωρίς τον διαγωνισμό του ΟΟΣΑ, οι αδυναμίες της εκπαίδευσης στη χώρα μας είναι εδώ και χρόνια εντοπισμένες και διαπιστωμένες. Και ο μονοδιάστατος προσανατολισμός του στην προετοιμασία των μαθητών για τις Πανελλαδικές, που ψαλιδίζει την παροχή γνώσεων γενικής παιδείας. Και η «συνταγή» της παπαγαλίας, που στραγγαλίζει την ανάπτυξη κριτικής σκέψης. Και, τέλος, η καθολική αποτυχία του δημόσιου σχολείου να υπηρετήσει ακόμα και αυτόν τον άκρως περιοριστικό ρόλο, αποτυχία που οδηγεί γονείς και μαθητές στη φροντιστηριακή, ακριβοπληρωμένη βοήθεια.

Η αγωνία και η άρνηση των συνδικαλιστών της εκπαίδευσης να τεθούν όλα αυτά τα ζητήματα μέσα σε μια οργανωμένη διαδικασία αξιολόγησης προδίδει, προφανώς, την ανησυχία ότι θα αποκαλυφθεί πως η αποτυχία του δημόσιου σχολείου έχει να κάνει και με την ανεπάρκεια του προσωπικού.

Εύκολα λέγεται πολλά χρόνια τώρα ότι το δημόσιο σχολείο δεν έχει πετύχει στην αποστολή του και ότι η εκπαιδευτική διαδικασία έχει προβλήματα. Οσο αυτό, όμως, δεν προκύπτει στη βάση συγκεκριμένης διαδικασίας αξιολόγησης, με μετρήσιμα, απτά δεδομένα, μπορεί να λέγεται ως γενικός αφορισμός χωρίς να προκύπτει συγκεκριμένη υπόδειξη αλλαγών. Οταν οι επιδόσεις μετρηθούν και αξιολογηθούν με βάση συγκεκριμένη μεθοδολογία, θα προκύψουν και συμπεράσματα ως προς τις αναγκαίες αλλαγές. Και σε δομές και σε διαδικασίες και σε μοντέλα, σε πολλά που τώρα βολεύουν πολλούς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή