Η γεύση της νοσταλγίας

1' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν η πρώτη φορά που πήγαινα μετά το κενό της πανδημίας. Η μυρωδιά από τα τηγανητά ψαράκια γαργάλισε τη μύτη μου με το που πλησιάσαμε, πριν καν καθίσουμε. Το φεγγάρι, σχεδόν ολόγιομο, καθρεφτιζόταν στην άσφαλτο και στη στέγη του κολυμβητηρίου, απέναντι. Διαλέξαμε τραπέζι εκτός τέντας, για να απολαμβάνουμε τη φεγγαράδα. Ο σερβιτόρος μάς καλωσόρισε με ανεπιτήδευτη ζεστασιά. «Γαρίδες, κουτσομούρες, χωριάτικη», μας ενημέρωσε λακωνικά. «Ενα απ’ όλα. Και τσίπουρο, χωρίς γλυκάνισο», είπαμε. Τίποτα δεν είχε αλλάξει έπειτα από δύο και πλέον χρόνια…

«Μαργαρώ»: το μαγαζί που άνοιξε στα μέσα της δεκαετίας του 1940 στο Χατζηκυριάκειο, δίπλα στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, μια άξια Μυκονιάτισσα από την Ανω Μερά και σήμερα το κρατούν, με την ίδια αξιοσύνη, τα παιδιά και τα εγγόνια της. Ξεκίνησε ως κρασοπουλειό και μαγέρικο για τους ναυτικούς, τους εργάτες και τα μαστόρια της περιοχής. Με τα χρόνια, φιλοσοφία του έγινε το «λίγα και καλά»: γαρίδες ή καραβίδες, κουτσομούρες ή μπαρμπούνια –πάντα τηγανητά, αλλά είναι «αέρινο» το τηγάνι τους– και χωριάτικη σαλάτα με χοντροκομμένη ντομάτα και μπόλικη φέτα. Τίποτ’ άλλο. Ετσι θυμάμαι από παιδί τη «Μαργαρώ» (είναι κοντά στο πατρικό μου και στο λύκειο από το οποίο αποφοίτησα) κι έτσι πορεύεται μέχρι σήμερα, ως ψαροταβέρνα πλέον. Με το μίνιμαλ μενού της, το εξαιρετικό σέρβις και την πορτοκαλόπιτα που κερνάει για επιδόρπιο.

«Τα καλά μαγαζιά είναι χάδια», συνηθίζει να λέει ο φίλος μου Αγγελος Ρέντουλας, του «Γαστρονόμου». Τα καλά μαγαζιά που εξακολουθούν να είναι καλά σε πείσμα των καιρών, του ανταγωνισμού και των γυρισμάτων της μόδας, είναι πολύ περισσότερα από χάδια. Είναι ανάσες αναζωογονητικές· είναι ένα καθησυχαστικό χτύπημα στην πλάτη, ότι ναι μεν τα πάντα ρει αλλά υπάρχουν και τα οικεία, τα αγαπημένα μας, από τα οποία μπορούμε να κρατηθούμε. Είναι ένα κομμάτι των αναμνήσεών μας, άρα και του εαυτού μας. Και, φυσικά, αποτελούν ψηφίδες σε αυτό που αποκαλούμε γαστρονομικό μας πολιτισμό και γι’ αυτό πρέπει να τα διαφυλάξουμε –και οι ιδιοκτήτες, και οι πελάτες– με την επίγνωση του πόσο πολύτιμα είναι.

«Δεν θυμόμαστε μέρες, θυμόμαστε στιγμές», έγραψε ο Ιταλός συγγραφέας Τσέζαρε Παβέζε. Πίναμε τις τελευταίες γουλιές από το τσιπουράκι όταν ένα ταξί σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και από την πύλη της σχολής βγήκαν τρεις δόκιμοι. Κάτασπρες στολές, σακ βουαγιάζ στα χέρια, φωτεινά χαμόγελα. Εξοδος με διανυκτέρευση…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή