Κωνσταντίνος Τζούμας: Ανθελληναρία

Κωνσταντίνος Τζούμας: Ανθελληναρία

2' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν, βεβαίως, ηθοποιός. Ομως, πόσα αποσιωπά όποιος βιάζεται να ορίσει ως ηθοποιό έναν άνθρωπο που δεν «έκανε» απλώς θέατρο· που είχε ενστερνιστεί το θέατρο ως τρόπο του βίου; Η μανιώδης μέριμνα που έδειχνε ο Κωνσταντίνος Τζούμας για το στυλ του, για την εμφάνιση και κυρίως για την εκφορά του λόγου του, δεν έμοιαζε ποτέ «φυσική». Φύση του ήταν η θεατρική επιτήδευση, σε βαθμό που, ακόμη κι όταν έπαιζε κάποιον ρόλο επί σκηνής ή επί της οθόνης, να δίνει την αίσθηση ότι αναπαράγει τον εαυτό του.

Ο Εαυτός, με κεφαλαίο –ο εξέχων, αδέσποτος και ιδιόρρυθμος– ήταν άλλωστε και η ανεπίγνωστη κατεύθυνση του ρεύματος που έφερε και τον Τζούμα στον αφρό. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μια γλυκιά συμμορία δημιουργών, χωρίς τα χαρακτηριστικά της συντεταγμένης ομάδας και μάλλον χωρίς πρόγραμμα, διεκδίκησε αισθητικά την αυτονόμησή της από την κουλτούρα των μεγάλων ιδεών και των αγελαίων στρατεύσεων. Αντί να ξύνουν πληγές για να βρουν νόημα στα ιστορικά τραύματα, αφέθηκαν στο παρόν τους. Και στον εαυτό τους.

Προϊόν αυτής της χειραφέτησης από την υπερπολιτικοποίηση και τις ορθοδοξίες της πρώιμης μεταπολίτευσης ήταν και το βλέμμα του Τζούμα. Βλέμμα φανατικής εξωστρέφειας που κατέληξε σε έναν ανοικτίρμονα σαρκασμό για το εγχώριο γούστο – σε μια κεχαριτωμένη σιχασιά έναντι αυτού που ο ίδιος ονόμαζε «ελληναρία».

Η ωσμωτική αντιπαράθεση με την «ελληναρία» ήταν όμως που τελικά διαμόρφωσε και το ύφος αυτής της υπεροψίας. Ο λαίμαργος νεοπλουτισμός δικαίωνε την πόζα του εστέτ. Η αστική ασχήμια επέτρεψε την καθιέρωσή του σαν κριτή των καφενείων – ένα μονίμως σηκωμένο φρύδι που έσκεπε πάντα το Κολωνάκι.

Το στόμα που φτύνοντας δρόσιζε και βρίζοντας ανακαίνιζε.

Η πρόζα που έδωσε φωνή στην πόζα της περιφρόνησης –αυτό το ηδυσμένο κράξιμο των πάντων με τον συριγμό στο σίγμα– λειτουργούσε λυτρωτικά ακόμη και για τα θύματά του. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στην καλλιγραφημένη κακία του Τζούμα. Εφτυνε και δροσιζόσουν. Εβριζε και ανακαίνιζε το(ν) υβριζόμενο.

Η στωμυλία του –η άνεσή του να μιλάει διαρκώς για όλα χωρίς να υπολογίζει τη χοντράδα και την παραδοξολογία– προκαλεί νοσταλγία. Νοσταλγεί κανείς τη βάναυση ελαφρότητα που συγχωρούνταν στον δημόσιο λόγο πριν από την πολιτική ορθότητα. Τη νοσταλγεί, λησμονώντας ότι και η ίδια κατέληξε στον δικό της στυφό συντηρητισμό – στη μανιέρα του «κράζω, άρα υπάρχω», που έμελλε να γίνει η επίσημη γλώσσα της τρολόσφαιρας.

Τον Τζούμα τον βρήκε η πολιτική ορθότητα άρρωστο και συγκεχυμένο. Κι έτσι τον δίκασε στυγερά παραμονές της τελευτής του.

Αντί στεφάνων, η οικογένειά του ζήτησε να γίνουν δωρεές σε μια οργάνωση για τα έμφυλα δικαιώματα και την ισότητα. Ζήτησε μάλλον να τον εξιλεώσει για το ύστερο και ακαταλόγιστο ολίσθημά του. Λες και ο Τζούμας πέθανε αποσυνάγωγος. Λες και δεν είχε προλάβει να επιβάλει το ψεύδισμά του ως διαφημιστική ορθοφωνία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή