Η εγγενής αδυναμία του συνταγματικού δικαστηρίου

Η εγγενής αδυναμία του συνταγματικού δικαστηρίου

2' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

To Ανώτατο ∆ικαστήριο των ΗΠΑ μόλις απεφάνθη υπέρ της εξουσίας του νομοθέτη να απαγορεύσει ριζικά τις αμβλώσεις. Η απόφαση δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Η ανατροπή της νομολογίας «Roe v. Wade» (1973), με την οποία είχε αναγνωρισθεί η θεμελιώδης ελευθερία των γυναικών να ορίζουν το σώμα τους και το κατά πόσον θα γίνουν μητέρες, έχει διαρρεύσει δύο μήνες τώρα. Ωστόσο, η οπισθοδρόμηση είχε προοικονομηθεί πολύ νωρίτερα. Η όξυνση των πολιτικών και κοινωνικών διαχωρισμών στις ΗΠΑ, η αλλαγή των συσχετισμών μεταξύ «συντηρητικών» και «προοδευτικών» στο Ανώτατο Δικαστήριο και η ανάδειξη δικαστών με οπαδικά κριτήρια δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Είναι μόνον η αρχή για το τι θα επακολουθήσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Ο (αυτονόητα) αρνητικός σχολιασμός της απόφασης εστιάζει στα ερμηνευτικά σφάλματα της νομολογιακής μεταστροφής. Διατυπώνονται, ακόμη, αξιολογικές κρίσεις για τον «κακό» Τραμπ και τις διχαστικές επιλογές του ή για την αδυναμία των νέων μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου να λάβουν απόσταση από τον πολιτικό χώρο προέλευσής τους. Κοντολογίς, «δεν φταίει το σύστημα» αλλά όσοι κλήθηκαν να το υπηρετήσουν στην παρούσα συγκυρία. Δεν είναι όμως έτσι. Πυροβολώντας τον πιανίστα παραγνωρίζουμε τα ελαττώματα του αμερικανικού συνταγματικού σαλούν και την έκθεσή του σε φάλτσες μελωδίες. Η παρούσα κακοφωνία είναι, πρωτίστως, προϊόν κακής θεσμικής μηχανικής, εκείνης που συνιστά το προπατορικό αμάρτημα όλων των συνταγματικών δικαστηρίων.

Σκοπός του δικαστικού ελέγχου είναι να διαφυλάσσει κατά τρόπο ψύχραιμο, ουδέτερο και διαχρονικό την εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος. Μια δύσκολη, ομολογουμένως, άσκηση, καθώς ισορροπεί ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενες ανάγκες: αφενός τον σεβασμό της αυστηρότητας του θεμελιώδους κειμένου, αφετέρου την εξελικτική του ανάγνωση, ώστε να συντονίζεται με τις ανάγκες κάθε εποχής. Απαιτεί, ταυτόχρονα, σύνεση αλλά και τόλμη. Μέσα από τη συνταγματική ερμηνεία ο δικαστής καθίσταται το θεσμικό αντίβαρο στον οπορτουνισμό των πολιτικών παικτών. Σε μια δημοκρατία είναι αναμενόμενο οι παίκτες αυτοί να προτάσσουν ιδιοτελείς επιδιώξεις, να καθίστανται όμηροι ομάδων πίεσης, να αντιλαμβάνονται μυωπικά το γενικό συμφέρον, συγχέοντάς το με εκείνο της επανεκλογής τους. Ο έλεγχος συνταγματικότητας υπάρχει για να διορθώνει το συγκεκριμένο πρόβλημα.

Το σύστημα «διάχυτου» δικαστικού ελέγχου που υιοθετεί το ελληνικό Σύνταγμα είναι σαφώς πιο επιτυχημένο από το αμερικανικό.

Δυστυχώς, τα συνταγματικά δικαστήρια καλούνται να θεραπεύσουν μια ασθένεια από την οποία πάσχουν τα ίδια. Αντί να βρίσκονται στο απυρόβλητο της πολιτικής, εκτίθενται σε αυτή κατά το στάδιο ορισμού των μελών τους. Η εγγενής τους αδυναμία επιδεινώνεται σε περιόδους διχασμού και οξύνσεων. Αντιθέτως, η ανάθεση των συνταγματικών διλημμάτων στα «κοινά» δικαστήρια μειώνει κατά πολύ τον κίνδυνο πολιτικού χρωματισμού. Από τη συγκεκριμένη σκοπιά, το σύστημα «διάχυτου» δικαστικού ελέγχου που υιοθετεί το ελληνικό Σύνταγμα είναι σαφώς πιο επιτυχημένο. Μπορεί να μην είναι τέλειο, να ενέχει καθυστερήσεις και αντιφάσεις, έχει ωστόσο επιδείξει αξιοθαύμαστη ανεξαρτησία και ωριμότητα. Ενα πλεονέκτημα το οποίο δεν υπονομεύει η ανάδειξη της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία. Η επιλογή γίνεται ανάμεσα σε ισόβιους δικαστικούς λειτουργούς και δεν αλλοιώνει τη σύνθεση του Σώματος όταν αυτό ενεργεί ως συνταγματικός δικαστής.

* Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή