Η συζήτηση για τα ΑΕΙ που δεν έγινε

Η συζήτηση για τα ΑΕΙ που δεν έγινε

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Tην περασμένη εβδομάδα η συζήτηση στη Βουλή και στον Τύπο για το νομοσχέδιο «Νέοι ορίζοντες στα ΑΕΙ» κυρίως αφορούσε αφενός τα επεισόδια βίας στους πανεπιστημιακούς χώρους, που επανέρχονται κάθε φορά χειρότερα από πριν, αφετέρου τρία πολυσυζητημένα θέματα: την ανάδειξη των οργάνων διοίκησης, την έλλειψη κονδυλίων και την υποστελέχωση των ΑΕΙ.

Ο νέος τρόπος ανάδειξης της διοίκησης των ΑΕΙ συζητήθηκε έντονα, μάλλον γιατί σε μεγάλους οργανισμούς, όπως τα ΑΕΙ, τα όργανα διοίκησης καθορίζουν πολλές λειτουργίες τους. Αλλη ερμηνεία είναι ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο ίσως παραμένει μια αρένα κομματικού ανταγωνισμού. Οπότε, το ποιος επικρατεί πολιτικά στο πανεπιστήμιο ενδιαφέρει τις κομματικές ελίτ, πιθανόν σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι την πλειονότητα των φοιτητών.

Ως προς τα κονδύλια, επαναλαμβάνεται η κατηγορία για υποχρηματοδότηση, αντί να υπογραμμίζεται η αναποτελεσματική διαχείριση της χρηματοδότησης. Παραγνωρίζεται ότι, επί διαφορετικών μάλιστα κυβερνήσεων, οι διαθέσιμοι πόροι για τα ελληνικά ΑΕΙ είναι –συγκριτικά με άλλες χώρες– περισσότεροι. Ενώ η Ελλάδα δυστυχώς υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου γενικών δαπανών για την εκπαίδευση (4,5% έναντι 5% στην Ε.Ε.-27, Eurostat, 2020), αυτό δεν συμβαίνει ειδικά ως προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οπως και σε προγενέστερα έτη, το 2020 η Ελλάδα δαπάνησε 1,0% του ΑΕΠ της, έναντι 0,8% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η υποστελέχωση επίσης συζητείται ως απόλυτο μέγεθος, αντί ως σχετική αναλογία διδασκόντων προς διδασκομένους. Μια αναλογία που είναι κατά πολύ χειρότερη από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Με βάση στοιχεία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (2020), υπάρχει ένας διδάσκων προς 12 φοιτητές κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.-28, ενώ ένας προς 40 στην Ελλάδα! Πράγματι, με ευθύνη και της σημερινής κυβέρνησης, λείπουν καθηγητές. Ομως, η δυσαναλογία οφείλεται στον αριθμό των εγγεγραμμένων φοιτητών (794.107 εγγεγραμμένοι το 2020, περιλαμβανόμενων των λεγόμενων «αιωνίων φοιτητών»). Εν μέσω πανδημίας και διεύρυνσης των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων, έχουν προτεραιότητα οι προσλήψεις στο ΕΣΥ και στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, όσο το επιτρέπουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί. Σε τέτοιες συνθήκες, ποια κυβέρνηση θα έδινε προτεραιότητα στις προσλήψεις διδασκόντων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεδομένης άλλωστε της απογοητευτικής κατάστασης στη δευτεροβάθμια (βλ. αποτελέσματα της λεγόμενης «ελληνικής PISA» την περασμένη Τρίτη); Συμπληρωματικά, πολλές από τις νέες θέσεις μελών ΔΕΠ, με απόφαση των οργάνων διοίκησης των ΑΕΙ, κατανέμονται σε σχολές ήδη πληθωρικές ως προς τον αριθμό των διδασκόντων. Και πάλι, όπως και στη χρηματοδότηση, το πρόβλημα δεν είναι το μέγεθος, αλλά η διαχείριση των προσλήψεων από τα ίδια τα ΑΕΙ.

Χωρίς ενίσχυση της διοικητικής υπο- στήριξης δεν θα γίνει ποτέ η σύνδεση της πανεπιστημιακής έρευνας και καινοτομίας με τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Με αυτά και με αυτά, στη συζήτηση για το νομοσχέδιο δεν «χώρεσε» ο προβληματισμός για πλήθος νέων ρυθμίσεων του νομοσχεδίου Κεραμέως, που, ενώ είναι πάρα πολύ χρήσιμες, δύσκολα θα υλοποιηθούν, γιατί απαιτούν οργανωτικές δεξιότητες, κινητοποίηση και αφοσίωση εκ μέρους των καθηγητών, των διοικητικών υπαλλήλων και των φοιτητών/τριών. Ρουτίνες δεκαετιών στα ΑΕΙ θα πρέπει να καμφθούν, ώστε να πραγματωθούν, μεταξύ άλλων, οι νέες ενδιαφέρουσες ρυθμίσεις για διεπιστημονικά και διπλά προγράμματα σπουδών, ειδικά προγράμματα πληροφορικής, κινητικότητα φοιτητών μεταξύ πανεπιστημίων μέσω του «Ελληνικού Erasmus», επαγγελματικά μεταπτυχιακά και βιομηχανικά διδακτορικά προγράμματα, ανταποδοτικές υποτροφίες σε φοιτητές για παροχή έργου προς το πανεπιστήμιό τους. Αυτά θα κληθούν να υλοποιήσουν οι Γραμματείες των Τμημάτων των ΑΕΙ, πολλές από τις οποίες, με ευθύνη των προγενέστερων και των σημερινών κυβερνώντων, έχουν ανεπαρκές μόνιμο προσωπικό. Χωρίς ενίσχυση της διοικητικής υποστήριξης, άλλωστε, δεν θα γίνει ποτέ η σύνδεση της πανεπιστημιακής έρευνας και καινοτομίας με τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτή είναι η τρέχουσα μέριμνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τα πανεπιστήμια (προτάσεις της Commission, 18.1.2022). Με εξαίρεση αρκετές αναφορές της κυβέρνησης την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή, το συγκεκριμένο θέμα δεν απασχολεί εμάς, γιατί δεν προσφέρεται για βραχυπρόθεσμα κομματικά οφέλη.

Αντίθετα, προσφέρεται για τέτοια οφέλη και συζητήθηκε ευρέως η εύλογη πρόβλεψη του νομοσχεδίου για ανάδειξη των εκπροσώπων των φοιτητών μέσω ενιαίου ψηφοδελτίου στα όργανα των ΑΕΙ. Είναι ώρα να εκπροσωπηθούν οι φοιτητές συντεταγμένα, δηλαδή, όχι όπως σήμερα που εμφανίζονται ως εκπρόσωποί τους άγνωστοι, εισβολείς σε συνεδριάσεις οργάνων, δηλώνοντας εκπρόσωποι κομματικών παρατάξεων. Η ανωτέρω πρόβλεψη δεν αφορά τις εκλογές των φοιτητικών συλλόγων, στους οποίους το νομοσχέδιο σωστά δεν παρεμβαίνει. Το δε προβλεπόμενο νέο «Συμβούλιο Φοιτητών», που επικρίθηκε από την αντιπολίτευση και τo Eπιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής μόλις την περασμένη Τετάρτη, δεν αφορά τους συλλόγους ανά σχολή, αλλά την εκπροσώπηση των φοιτητών συνολικά ανά ΑΕΙ. Εκπροσώπηση που είναι ανύπαρκτη σήμερα στα μεγάλα ΑΕΙ. Πάντως, μακάρι να υπήρχαν σύλλογοι οι οποίοι δεν θα οργάνωναν μόνο εκλογές κάθε άνοιξη και εθιμοτυπικές καταλήψεις κτιρίων και οδοστρωμάτων, κάθε Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Θα ήταν σύλλογοι που και τους υπόλοιπους μήνες του χρόνου θα έθιγαν τα κακώς κείμενα ανά σχολή. Θα έστρεφαν τη συζήτηση στην ποιότητα των σπουδών, στην παρουσία και απόδοση των καθηγητών στη σχολή τους και στην αντιστοίχιση των τάσεων της εκπαίδευσης με τις τάσεις της απασχόλησης, δηλαδή σε ό,τι πραγματικά ενδιαφέρει τους φοιτητές.

* Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή