Ο Δ. Λιγνάδης και τα αυθαίρετα

Ο Δ. Λιγνάδης και τα αυθαίρετα

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν και είναι κοινότοπο, δεν γίνεται επαρκώς κατανοητό: η ποιότητα ζωής σε μια χώρα είναι συνάρτηση της ποιότητας των θεσμών της. Θέλεις απόδοση δικαιοσύνης και προστασία του περιβάλλοντος; Μερίμνησε να έχεις αντίστοιχους στιβαρούς θεσμούς που τα διασφαλίζουν. Εύκολα λέγεται, δύσκολα γίνεται.

Διαχρονικώς, η λειτουργία των θεσμών στον ελληνικό δημόσιο βίο υπάγεται στο στενά ιδιοτελές κομματικό παίγνιο ισχύος. Αποτέλεσμα; Οι θεσμοί απισχνούνται, τα δημόσια αγαθά που προστατεύουν ευτελίζονται. Δύο φαινομενικώς άσχετα θέματα της επικαιρότητας –η καταδίκη του Δ. Λιγνάδη και οι πολεοδομικές ρυθμίσεις για τα αυθαίρετα– συνιστούν εκφάνσεις θεσμικής κακοδαιμονίας.

Η καταδίκη του Δ. Λιγνάδη για δύο βιασμούς ανηλίκων και η αναστολή εκτέλεσης της ποινής του μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο Εφετείο προκάλεσαν εύλογες απορίες. Το έθεσε εύστοχα η ανακοίνωση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών: «Αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς είναι δυνατόν κάποιος που προφυλακίστηκε, γιατί υπήρχαν ενδείξεις για κατά συρροή βιασμό, να απελευθερώνεται όταν πλέον αποδεικνύεται πως έχει τελέσει δύο βιασμούς». Το πανό «Είναι βιαστής», που πρόσφατα σήκωσαν θεατές στην Επίδαυρο, αποτυπώνει, αντιστικτικά, την εκ πρώτης όψεως αίσθηση του παραλόγου: τις πρωτοδίκως διακριβωμένες εγκληματικές πράξεις να μην ακολουθεί η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής.

Αυτή την αίσθηση επικρίνει θυμωμένα και, ενίοτε, χυδαία η κοινή γνώμη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Την ίδια αίσθηση εξέφρασε μέρος της κοινωνίας πολιτών (ΣΕΗ) με οξύ και αφοριστικό αλλά, πάντως, κόσμιο τρόπο («δεν ζούμε πια σε κράτος δικαίου»). Η κοινή γνώμη εκφράζεται βιωματικά και, συχνά, συνωμοσιολογικά. Η κοινωνία πολιτών τείνει να εκφράζεται καταγγελτικά και, μέρος αυτής, αφοριστικά. Αμφιβάλλω αν κανείς τους διάβασε τη δικαστική απόφαση, ιδιαίτερα το τεχνικό μέρος της: διαφωνούν με το συμπέρασμα της δικαστικής κρίσης για αναστολή εκτέλεσης ποινής.

Δεν είναι περίεργο: κοινή γνώμη και κοινωνία πολιτών εκλογικεύουν το «παράλογο», στρέφοντας τη συζήτηση στο ενδεχόμενο μεροληψίας (πιθανώς ανεπίγνωστη) δικαστών υπέρ του διάσημου και συναγελαζόμενου με την πολιτική εξουσία Λιγνάδη, σε μια δίκη όπου η υπερασπιστική γραμμή του κατηγορουμένου, όπως συνήθως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις (π.χ. δίκες Ουάινσταϊν, Μάξγουελ κ.λπ.), ήταν να διασυρθούν τα θύματα. Στο μέτρο που, έστω αφοριστικά, διευρύνεται το πεδίο συζήτησης, αυτή η εξέλιξη είναι δυνητικά γόνιμη.

Η πολιτική διάσταση του θέματος, όμως, απαιτεί σύνθετους χειρισμούς. Η πολιτική κριτική της δικαστικής απόφασης δεν πρέπει να υπονομεύει τη Δικαιοσύνη ως θεσμό. Η συνωμοσιολογική ή αφοριστική γλώσσα δεν πρέπει να είναι η γλώσσα ενός κόμματος εξουσίας. Οταν ο κ. Τσίπρας, επίδοξος πρωθυπουργός, και ήδη, πάντως, υπηρέτης των θεσμών, λέει ότι «αυτός που έκανε τα πιο ειδεχθή εγκλήματα, βιασμούς, αφέθηκε χθες ελεύθερος γιατί ήταν κολλητός της εξουσίας», αφενός αποσιωπά πως ο Λιγνάδης καταδικάστηκε, αφετέρου υπαινίσσεται την ύπαρξη δικαστικού-πολιτικού σχεδίου για την αναστολή. Εμφανίζει, δηλαδή, τη Δικαιοσύνη ως υποχείριο της πολιτικής εξουσίας.

Ο υπεύθυνος πολιτικός ηγέτης ενεργεί σύνθετα – επεξεργάζεται το ακατέργαστο λαϊκό αίσθημα και το εκφράζει με θεσμικούς όρους.

Αυτή η στάση είναι βαθιά προβληματική. Πρώτον, υπεραπλουστεύει (παρακάμπτει το γεγονός ότι η απόφαση του δικαστηρίου είναι καρπός στοχαστικής κρίσης και επίλυσης ερμηνευτικών διλημμάτων) και, δεύτερον, καλλιεργώντας τη συνωμοσιολογία, εκτρέφει τη δυσπιστία των πολιτών έναντι της Δικαιοσύνης, απομειώνοντας έτσι το κύρος της. Ο υπεύθυνος πολιτικός ηγέτης ενεργεί σύνθετα – επεξεργάζεται το ακατέργαστο λαϊκό αίσθημα και το εκφράζει με θεσμικούς όρους. Και επικρίνει και προστατεύει. Οταν, όμως, επιδιώκει την κομματική κατίσχυση, υπάγοντας ιδιοτελώς μια ποινική δικαστική απόφαση στο κομματικό παίγνιο ισχύος, η κριτική του διαβρώνει τη Δικαιοσύνη. Πρόκειται για λεπτή διάκριση που απαιτεί διανοητικώς και ηθικώς εκλεπτυσμένους παίκτες.

Η θεσμική κακοδαιμονία αποτυπώνεται, με διαφορετική μορφή, και σε άλλα πεδία, όπως αυτό της πολεοδομίας. Το κατ’ ευφημισμόν υπουργείο Περιβάλλοντος (ΥΠΕΝ) έδωσε ακόμη έξι μήνες παράταση σε κατεδαφίσεις αυθαιρέτων σε αιγιαλούς, έστω κι αν οι κατεδαφίσεις έχουν τελεσιδικήσει, έστω κι αν η «τακτοποίηση» παράνομων κατασκευών σε αιγιαλούς απαγορεύεται ρητώς («Κ», 5/4/22). Περαιτέρω, μη χάνοντας ευκαιρία να εξυπηρετήσει τους δυνητικούς «πελάτες» του, το ΥΠΕΝ ανακοίνωσε ότι οι κάτοχοι δασικών αυθαιρέτων, αν τα δηλώσουν και καταβάλουν το συναφές παράβολο, θα υπαχθούν σε ρύθμιση αναστολής των προστίμων ή των εντολών κατεδάφισης («Κ», 8/7/22). Τέλος –σχήμα λόγου αυτό– σχέδιο νόμου του ΥΠΕΝ προβλέπει την έκδοση οικοδομικών αδειών χωρίς κανέναν έλεγχο από δημόσια αρχή αλλά μόνο με την ευθύνη του μηχανικού («Κ», 21/6/22). Ο αφελώς περιχαρής κ. Σκρέκας διανοίγει λαμπρό πεδίο οικιστικής αυθαιρεσίας. Εκλογές έρχονται, δεν θα ζημιωθεί ούτε αυτός ούτε το κόμμα του.

Ιδού η μεγάλη εικόνα: το κράτος αυτοκαταργείται σε ό,τι αφορά την προστασία ενός μείζονος δημόσιου αγαθού (οικιστικό περιβάλλον), ενώ όταν ενεργοποιείται το κάνει για να προστατεύσει αυτούς που το καταπατούν! Γιατί να μη συνεχίζονται οι αυθαιρεσίες εφόσον το κράτος κινητροδοτεί τους δράστες τους;

Και η περίπτωση Λιγνάδη και οι πολεοδομικές ρυθμίσεις αυθαιρέτων δείχνουν τη βαθιά κακοδαιμονία της νεωτερικής Ελλάδας: θεσμοί που είτε διαβρώνονται από τον άνευ αρχών κομματικό ανταγωνισμό ωμής κατίσχυσης είτε διαστρέφονται για την πελατειακή εξυπηρέτηση επιμέρους συμφερόντων. Αποτέλεσμα; Ο ευτελισμός των δημοσίων αγαθών.

* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή