Η λύση του Κυπριακού θα ωφελήσει την Τουρκία

Η λύση του Κυπριακού θα ωφελήσει την Τουρκία

2' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πρόσφατη 48η επέτειος από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (σε λίγες μέρες και από τη δεύτερη εισβολή) αποτελεί μια μελανή υπενθύμιση ότι η εξεύρεση λύσης έχει ήδη καθυστερήσει πολύ.

Για σχεδόν πέντε δεκαετίες η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς και ο απανταχού Ελληνισμός, με τη δική του ηχηρή παρουσία σε σημαντικές χώρες με επιρροή στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, ζητούν σταθερά τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής και την επανένωση του νησιού.

Πέρα από συναισθηματισμούς, ο ρεαλιστής παρατηρητής μπορεί να δει τα σαφή οφέλη μιας λύσης για τις εμπλεκόμενες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, και κατ’ επέκταση για όλη την περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο τίθεται το ερώτημα αν επιθυμεί ο Ερντογάν να βρεθεί λύση. Και αν αντιλαμβάνεται ότι η μη λύση τελικά προκαλεί ζημία στον ίδιο και στη χώρα του.

Η λύση του Κυπριακού θα αφαιρέσει ένα «αγκάθι» από τις ευρωτουρκικές σχέσεις, θα φέρει πιο κοντά την Αθήνα και την Αγκυρα δημιουργώντας ένα περιβάλλον που θα επιτρέψει σοβαρές διμερείς συνομιλίες, ουσιαστικές διαπραγματεύσεις και πιθανή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Την ίδια ώρα, θα διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τον στόχο της Αγκυρας να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην περιοχή.

Για παράδειγμα, οι έρευνες για γεωτρήσεις όπως αυτές που διεξάγει αυτή την περίοδο εντός της δικαιοδοσίας της, σε περιοχή μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου, δεν θα αποτελούν αντικείμενο πολυποίκιλων ενοχλήσεων και δεν θα χρειάζεται να εκτοξεύει απειλές εναντίον των γειτόνων του δηλώνοντας προκλητικά ότι «ούτε οι κούκλες, ούτε αυτοί που κρατάνε τα νήματά τους δεν θα μπορέσουν να μας εμποδίσουν να πάρουμε αυτό που δικαιούμαστε στη Μεσόγειο».

Εάν η Τουρκία ενεργεί σύμφωνα με τους διεθνώς αποδεκτούς κανόνες, θα μπορεί να συμμετάσχει πλήρως στα περιφερειακά σχήματα με τεράστια οφέλη για την ίδια, αντί να γίνεται αποδέκτης επικρίσεων, ευρισκόμενη συχνά είτε απολογούμενη είτε επιτιθέμενη σε γείτονες και άλλες ισχυρές δυνάμεις με τις οποίες έχει κάθε λόγο να επιδιώκει τις καλύτερες δυνατές σχέσεις.

Η Τουρκία είναι μια σημαντική χώρα με την οποία η Ελλάδα επιθυμεί μια αμοιβαία επωφελή σχέση όπου οι δύο χώρες θα συμπεριφέρονται ως καλοί γείτονες και σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ. Επιθυμεί όμως το ίδιο και ο Τούρκος ηγέτης;

Οταν ο Ερντογάν ήρθε για πρώτη φορά στην εξουσία δημιούργησε μια αίσθηση ελπίδας σε πολλά μέτωπα, εντός και εκτός συνόρων. Στο θέμα της Κύπρου, αντί του ψυχρού ισχυρισμού του Μπουλέντ Ετζεβίτ ότι το ζήτημα επιλύθηκε το 1974, έδειξε διαφορετική προσέγγιση δηλώνοντας το προφανές – ότι υπήρχε ένα πρόβλημα που έπρεπε να επιλυθεί.

Δύο δεκαετίες αργότερα, δεν υπάρχει ακόμη λύση. Θα πρέπει όμως να επιδιωχθεί μία. Οι λεπτομέρειες θα εξαρτηθούν από τις κοινότητες –το πόσο στενοί θα είναι οι μεταξύ τους θεσμικοί δεσμοί– αρκεί η λύση να είναι δίκαιη, λειτουργική και χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις και αυτό σημαίνει πρωτίστως χωρίς την παρουσία ξένων στρατιωτικών δυνάμεων.

Στη σημερινή συγκυρία, όπου στη γειτονική μας χώρα υπερισχύουν οι κραυγές του εθνικισμού και του αναθεωρητικού μεγαλοϊδεατισμού, όλα αυτά ακούγονται περισσότερο ως ευσεβής πόθος, παρά ως ρεαλιστική προοπτική.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή