Ο ωτακουστής

4' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από μερικούς μήνες στο Λονδίνο πήγα να δω το θεατρικό έργο του Ζαν Κοκτό με τίτλο «Η ανθρώπινη φωνή». Ρώτησα τον άντρα μου αν θέλει να με συνοδέψει, εκείνος με ρώτησε ποια είναι η πλοκή, του εξήγησα ότι πρόκειται περί μονολόγου, μια γυναίκα μιλάει στο τηλέφωνο. Γύρισε, με κοίταξε και απάντησε: «Είσαι με τα καλά σου;». Ηταν το πληκτικότερο σύντομο θέαμα που έχω δει ποτέ. Στα τριάντα πέντε λεπτά κοίταξα την ώρα συγχρονισμένα με τη διπλανή μου, που κοιτούσε το δικό της ρολόι. Είχαμε ακόμη σαράντα λεπτά. Η πόρτα άνοιγε και οι θεατές αποχωρούσαν, κάτι που σπάνια γίνεται στα θέατρα του Ουέστ Εντ. Η Ρουθ Ουίλσον έπαιζε άψογα, αλλά το κείμενο, γραμμένο το 1930, ήταν παρωχημένο, κατά τη γνώμη μου, για να στηρίξει την απόδοσή της. Μια γυναίκα να μιλάει στο τηλέφωνο χωρίς να ακούς τον αποδέκτη είναι κάτι τόσο καθημερινό στην εποχή μας, που ακόμη και οι επαγγελματίες ωτακουστές θέλουν να το αποφεύγουν. Είναι μια κουραστική σουρντίνα με παύσεις, κάμποσα «χμμμ», μπόλικα «ααα», στερείται ροής, πλοκής, εντέλει ενδιαφέροντος. Το γεγονός όμως ότι οι άνθρωποι μιλούν και δεν ασχολούνται με το να στέλνουν μηνύματα και emails ή με το περιεχόμενο του κινητού τους μοιάζει ενθαρρυντικό. Στην Ιαπωνία, στη χώρα που μιλούν λιγότερο, οι διαπροσωπικές σχέσεις υποφέρουν και η υπογεννητικότητα βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα. Στην Ελλάδα πάλι, η περιττή πληροφορία που μπορεί ένας να ακούσει άθελά του περπατώντας στον δρόμο είναι αδιανόητη, παρ’ όλα αυτά η υπογεννητικότητα είναι –για άλλους λόγους– εξίσου χαμηλή. Ξεφεύγω από το θέμα απλώς για να πω ότι είναι στην ανθρώπινη φύση. Είμαστε κοινωνικά ζώα, λαχταρούμε τη συζήτηση, συνδιαλεγόμαστε –ενίοτε μονολογούμε– για να απομακρύνουμε τη μοναξιά.

Στην ουσία, βεβαίως, η μοναξιά αποκρούεται με προσωπικές και γνήσιες συζητήσεις· μόνο τότε ερχόμαστε κοντά. Οι κουβέντες εγγύτητας προσφέρουν φερεγγυότητα για την ποιότητας ζωής που θα φέρουν μακροζωία – για όσους την επιθυμούν. H επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο είναι μία από τις πρώτες και βασικές ανάγκες από πολύ μικρή ηλικία. Τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη διά ζώσης κουβέντα. Οι λέξεις έχουν αντηχήσεις, αποχρώσεις, συνειρμούς, εξωτερικεύουν σκέψεις, αποκαλύπτουν, μας κάνουν πιο διαφανείς, πιο διαθέσιμους στους άλλους. Η διά ζώσης ομιλία είναι λέξεις και πολλά παραπάνω από λέξεις. Είναι επικοινωνιακός συγχρονισμός, η βάση για να επιτευχθεί επαφή στο βέλτιστο. Η συμμετοχή απαιτεί εκτός από ακουστικός να είναι κάποιος και οπτικός τύπος. Παρατηρείς το βλέμμα, το σμίξιμο των φρυδιών, τις κινήσεις, τη στάση του σώματος, γιατί και αυτά έχουν λόγο, άηχα εκφράζουν με τη σειρά τους, Αντιλαμβάνεσαι πότε να ακούσεις και πότε να συνεχίσεις να μιλάς. Κι αν ακούς ενεργά, τότε μόνο θα λεκτικοποιηθούν οι κατάλληλες ερωτήσεις που θα φέρουν τις σωστές απαντήσεις. Διαισθάνεσαι την ποιότητα και το είδος της παύσης, αν η σιγή έχει υφή και κρύβει τις αποσιωπημένες λέξεις που περιμένουν να βγουν, τότε η προτεραιότητα δίνεται στον συνομιλητή. Να μια συζήτηση που αξίζει τον χρόνο ενός παρατηρητή – κρυφακουστή, όλη η απόλαυση χωρίς τον κόπο να εμπλέκεσαι και να δίνεις συμβουλές.

Η μοναξιά αποκρούεται με προσωπικές και γνήσιες συζητήσεις· μόνο τότε ερχόμαστε κοντά. Τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη διά ζώσης κουβέντα.

Τον αρτιότερο ωτακουστή μάς τον έχει δωρίσει η προσφιλής ταινία «Οι ζωές των άλλων» – φυσικά, μου ήρθε κι εμένα στον νου. Για όσους τη θυμούνται με ενάργεια, συγχωρέστε μου όποιες παραλείψεις, για τους υπόλοιπους θα τη θυμηθούμε μαζί. Στο Ανατολικό Βερολίνο το 1984 η Στάζι έχει βάλει κοριούς στο διαμέρισμα ενός θεατρικού συγγραφέα. Ο πράκτορας –στεγνός και απόμακρος– που του έχει ανατεθεί η εργασία της ακρόασης ακούει ευσυνείδητα, με τα ακουστικά στα αυτιά, στην αρχή με πλήξη, μετά με ενδιαφέρον, στο τέλος ευαισθητοποιημένα όσα λαμβάνουν χώρα στον μικρόκοσμο του καλλιτέχνη. Βυθίζεται στο περιβάλλον εκείνων που παρακολουθεί. Δημιουργείται τέτοια οικειότητα, που στο τέλος εκτός του ότι κατανοεί και συγκινείται, συμπάσχει και εμπλέκεται ενεργά. Οχι μόνο δεν μαρτυράει τα μυστικά όσων καλείται να παρακολουθεί, αλλά επεμβαίνει και τους καλύπτει. Το κλίμα της εποχής με την κρυψίνοια και τη μυστικότητα που καλύπτουν την κάθε πτυχή της καθημερινότητας, το κάθε βήμα, την κάθε κίνηση, έρχεται σε αντιδιαστολή με την απροσποίητη, ειλικρινή ανθρώπινη εμπειρία. Το γεγονός ότι κάποιοι ζουν, παρότι υποψιασμένοι, όσο πιο ανυπόκριτα και αληθινά έχουν την ευκαιρία να ζήσουν, είναι ό,τι συγκινεί τον ακροατή. Σκιαγραφείται η εποχή, με τον φόβο και τις υπόνοιες που υφέρπουν σε ένα ανελεύθερο καθεστώς, εικόνες ελεγκτικές που θέλουμε να ανήκουν στο παρελθόν και επιθυμούμε να αντικρίζουμε μονάχα σε ταινίες, σωστά;. Αλλού όμως θέλω να καταλήξω. Εντέλει είναι η ανθρώπινη φωνή και οι λέξεις, πάντα οι λέξεις. Επιβαρυμένες με νόημα, φαντασία και συναίσθημα, αυτές μεταλλάσσουν τον πράκτορα και τον αναβαθμίζουν σε αφουγκραστή. Στο τέλος της ταινίας, το Τείχος του Βερολίνου πέφτει, ο πράκτορας –που πλέον εργάζεται στο ταχυδρομείο– περνάει τυχαία από ένα βιβλιοπωλείο και βλέπει το νέο βιβλίο του συγγραφέα. Ξεφυλλίζοντας διαβάζει την αφιέρωση· του το έχει αφιερώσει. «Είναι για δώρο;» ρωτάει ο βιβλιοπώλης, «είναι για μένα». Είναι η ιστορία του. Στις λέξεις συναντιόμαστε. Οι λέξεις είναι σκέψεις που γεννούν συνάψεις και ελεύθερους συσχετισμούς. Μας σμίγουν με τους εαυτούς μας και με τους υπόλοιπους. Και οι άλλες, οι ξύλινες και διεκπεραιωτικές, καταφέρνουν το αντίθετο, μονάχα να μας απομακρύνουν.

* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή