Πολεμοχαρείς χωρίς ιστορικό έρμα

Πολεμοχαρείς χωρίς ιστορικό έρμα

4' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ουδείς από τη γενιά των Τούρκων πολιτικών που σήμερα προσπαθούν να ξεπεράσουν αλλήλους στην επιθετικότητα και στις απειλές εναντίον της Ελλάδας έχει γνωρίσει πραγματικό πόλεμο. Αυτός είναι σοβαρός λόγος να ανησυχεί κανείς, καθώς βασίζουν το όραμα της επέκτασης της χώρας τους στα προηγούμενα τής χωρίς αντίπαλους εισβολής τουρκικών δυνάμεων και μισθοφόρων στη Συρία, στο Ιράκ και στη Λιβύη. Κομπάζουν για την εισβολή στην Κύπρο το 1974 (όταν η χούντα είχε αποδιοργανώσει και την Ελλάδα και την Κύπρο), για τη νίκη εναντίον των Ελλήνων το 1922, για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453, σαν να είναι δικά τους κατορθώματα. Αυτή η αμετροέπεια πηγάζει από την ανάγκη των Τούρκων πολιτικών να κρατούν τους οπαδούς τους σε συνεχή διέγερση, ελέγχοντας ο ένας τον πατριωτισμό του άλλου. Είναι και αποτέλεσμα του γιγαντιαίου μηχανισμού προπαγάνδας που έχει στήσει ο Ερντογάν, ο οποίος απαιτεί συνεχώς δραματικές αφηγήσεις που παρουσιάζουν την Τουρκία ως αδικημένη από συμμάχους, απειλούμενη και, την ίδια ώρα, παντοδύναμη. Εχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που επιλέγουν τι θα θυμούνται οι οπαδοί, που αποκλείουν κάθε διαφωνία, που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα σε βαθμό που οι ίδιοι θα πιστεύουν την προπαγάνδα της Προεδρίας.

Είναι κανόνας ότι όταν πεθαίνουν και οι τελευταίοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που γνώρισαν τον πόλεμο, η ειρήνη απειλείται σοβαρά, καθώς αυτοί που ονειρεύονται εύκολες νίκες δεν λογαριάζουν το κόστος του πολέμου. Το έχουμε δει επανειλημμένως στην Ιστορία. Οπως βλέπουμε και τον σεβασμό που μπορούν να τρέφουν οι πολεμιστές για αυτούς με τους οποίους αναμετρήθηκαν στο πεδίο των μαχών. Γι’ αυτό, όσο και αν σήμερα φαίνεται εξωπραγματικό, ο Ελευθέριος Βενιζέλος μπορούσε να έρθει σε συνεννόηση με τον Ισμέτ Πασά (αργότερα Ινονού), τον στρατιωτικό ηγέτη, μετέπειτα εκπρόσωπο της Τουρκίας στη Λωζάννη, πρωθυπουργό και δεύτερο πρόεδρο της χώρας, καθώς και με τον ίδιο τον Μουσταφά Κεμάλ. Το ελληνοτουρκικό «Σύμφωνο φιλίας, σταθερότητας, διαλλαγής και διαιτησίας» που υπογράφηκε στην Αγκυρα στις 30 Οκτωβρίου του 1930, και άλλες συμφωνίες έως το 1933, ήταν αποτέλεσμα των πρώτων προσωπικών επαφών Βενιζέλου – Ισμέτ στη Λωζάννη. Οπως γράφει ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος («Αναφορές στον Ελευθέριο Βενιζέλο», Καστανιώτη, 2014), «Η σταθερή κοινή βούληση της υπεύθυνης πολιτικής ηγεσίας των δύο κρατών να μη διαταράξουν εφεξής το εδαφικό καθεστώς που είχε μόλις αποκατασταθεί, επέτρεψε την εκκαθάριση και των τελευταίων διαφορών που είχε κληροδοτήσει η μακραίωνη ανταγωνιστική διαμάχη των δύο λαών». Ετσι, και τα δύο κράτη μπορούσαν να ασχοληθούν με την ανασυγκρότησή τους και με τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζαν σε όλα τα μέτωπα.

Οταν πεθαίνουν και οι τελευταίοι πολιτικοί και στρατι- ωτικοί που γνώρισαν τον πόλεμο, η ειρήνη απειλείται σοβαρά.

Σήμερα, μετά το πογκρόμ του 1955, τις ταραχές του 1964, την εισβολή και κατοχή μέρους της Κύπρου, με την ολοένα πιο επιθετική αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Ελλάδας και της Κύπρου, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως ο Βενιζέλος μπορούσε να επιδιώξει συμφωνία με ένα κράτος που πριν από λίγα χρόνια είχε ιδρυθεί πάνω στη στρατιωτική νίκη εναντίον της Ελλάδας και στη σφαγή και εκδίωξη των ελληνικών, αρμενικών και ασσυριακών πληθυσμών του. Ισως η πιο πειστική απάντηση είναι πως, δεκαετίες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1971, σε ιδιωτική επίσκεψη στην Αθήνα, ο 87χρονος πλέον Ινονού κατέθεσε στεφάνι στον Αγνωστο Στρατιώτη, και άλλο ένα στο άγαλμα του Βενιζέλου. Οπως έγραψε σε άρθρο του το 2016 ο πρώην πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα Μεχμέτ Χασάν Γιογκούς, ο Ινονού ήθελε να τιμήσει τους Ελληνες που έπεσαν στις μάχες στην περιοχή απ’ όπου ο ίδιος, ως νικηφόρος στρατηγός, πήρε το όνομά του. Αυτά διηγήθηκε προκάτοχος του Γιογκούς στην Αθήνα πριν έρθει ο ίδιος το 2008. Αυτή η λεπτομέρεια της Ιστορίας, είπε, είναι άγνωστη στην Τουρκία. Παρόμοιο πνεύμα συμφιλίωσης διακρίναμε σε γέροντες που θυμούνταν αλλόθρησκους γείτονές τους στην Ελλάδα και στην Τουρκία πριν από την ανταλλαγή πληθυσμών. Σήμερα και οι τελευταίοι απ’ αυτούς έχουν χαθεί, και οι απόγονοί τους διαχειρίζονται τις αναμνήσεις που τους κληροδότησαν – καλές και οδυνηρές.

Ο Ερντογάν και οι άλλοι Τούρκοι πολιτικοί σήμερα (πλην του προοδευτικού, φιλοκουρδικού HDP) όχι μόνο δεν κατανοούν τι σημαίνει πραγματικός πόλεμος, αλλά, μέσα στον εθνικιστικό παροξυσμό τους, υπονομεύουν τις βάσεις του κράτους που ίδρυσαν ο Κεμάλ, ο Ινονού και άλλοι της γενιάς τους. Η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας νησιών του ανατολικού Αιγαίου είναι ευθεία αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης και όσων τη διαπραγματεύτηκαν και την υπέγραψαν. Ο Ερντογάν έχει εκφράσει κριτική για αυτούς και για τη συνθήκη που ο Κεμάλ θεωρούσε μέγα επίτευγμα. Δεν γνωρίζει, όπως γνώριζαν οι ιδρυτές της Τουρκίας, πόσο αμφίρροπος υπήρξε ο πόλεμος πριν από την τελική φάση, ούτε πόσο η νίκη τους εξαρτήθηκε από λάθη και αδιανόητη διχόνοια μεταξύ των Ελλήνων στα πεδία της πολιτικής και του πολέμου, ούτε πόσο θα κόστιζε στην Τουρκία η συνέχιση των εχθροπραξιών. Ούτε μπορεί ο Ερντογάν να ανατρέψει τη συγκρουσιακή πορεία των τελευταίων χρόνων. Επειδή τότε θα έπρεπε να εξηγήσει γιατί επέλεξε πολιτική που υπονομεύει όχι μόνο την ασφάλεια των γειτόνων αλλά και αυτή των Τούρκων.

Ισως το πιο πολύτιμο μάθημα από την κατάληξη του ελληνοτουρκικού πολέμου που η σημερινή «σειρά» των Τούρκων πολιτικών αδυνατεί να κατανοήσει είναι ότι η ήττα των Ελλήνων οδήγησε σε μια ισχυρότερη Ελλάδα. Η Τουρκία, όμως, χωρίς να έχει αναμετρηθεί με σοβαρό αντίπαλο εδώ και 100 χρόνια, παραδίδεται στη δίνη επεκτατικών φαντασιώσεων, και αμφισβήτησης συνθηκών, υπονομεύει συνεχώς την ευημερία και το μέλλον της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή