Νέα εθνική στρατηγική απέναντι στην Αγκυρα

Νέα εθνική στρατηγική απέναντι στην Αγκυρα

3' 16" χρόνος ανάγνωσης

Σε μια ηµερίδα πριν από κάμποσα χρόνια στην Αγκυρα, μιλώντας για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ανέφερα ότι λόγω της επιθετικότητας της Τουρκίας η Ελλάδα ζει υπό το καθεστώς συνεχούς απειλής, κάτι που την υποχρεώνει να εξοπλίζεται συνεχώς και να διατηρεί έναν ισχυρό ετοιμοπόλεμο στρατό.

Στο διάλειμμα της εκδήλωσης με πλησίασε ένας πρώην υψηλόβαθμος στρατιωτικός αξιωματούχος ξένης χώρας. «Τα παραλέτε», μου είπε. «Δεν νομίζω πως φοβάστε στην Ελλάδα έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με την Τουρκία. Διότι αν πραγματικά περιμένατε κάτι τέτοιο θα είχατε ήδη αποκτήσει πυρηνική δυνατότητα, όπως έκανε το Ισραήλ. Τα χρήματα τα έχετε, την τεχνολογία μπορείτε να την αναπτύξετε, αυτό που λείπει είναι η πολιτική βούληση. Κι αυτή δεν υπάρχει γιατί νιώθετε κατά κάποιον τρόπο προστατευμένοι».

Θυμήθηκα τα λόγια αυτά, ακούγοντας τις τελευταίες εβδομάδες ξανά και ξανά την επιθετική ρητορική Ερντογάν. Τις απειλές ότι ο τουρκικός στρατός μπορεί να έρθει ξαφνικά μια νύχτα και ότι θα πρέπει να θυμόμαστε τη Σμύρνη και να διδασκόμαστε από την Ιστορία μας.

Την παρέμβαση του ξένου συνομιλητή μου τη θεώρησα, τότε, υπερβολική. Αν και η βάση του σκεπτικού ήταν σωστή. Ενα θερμό επεισόδιο ήταν πάντα πιο πιθανό από έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Κι όπως έγινε στα Ιμια, όλοι θεωρούμε βέβαιο ότι ένα επεισόδιο θα προκαλέσει την ακαριαία επέμβαση – μεσολάβηση των ΗΠΑ ή και της Ευρώπης.

Μια Τουρκία σε ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης, σε συνδυασμό με το ολοκληρωτικό καθεστώς διακυβέρνησης, μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες ανατροπές και εκπλήξεις στην περιοχή.

Ωστόσο, πολλά έχουν αλλάξει στην Τουρκία σε σχέση με τη δεκαετία του ’90. Οι συνεχείς ακραίες απειλές Ερντογάν αποτελούν σήμα κινδύνου ότι πρέπει όσο γίνεται γρηγορότερα να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας και να δούμε τα ελληνοτουρκικά με τη μεγαλύτερη δυνατή σοβαρότητα.

Κι είναι μεγάλο λάθος να θεωρούμε ότι όλη αυτή η επιθετική ρητορική της Αγκυρας γίνεται μόνο για εσωτερική κατανάλωση. Είναι σαφές ότι μετά το πραξικόπημα του 2016 η τουρκική στρατηγική έχει αλλάξει άρδην. Κρατάει σαφείς αποστάσεις από τη Δύση, έχει έρθει πολύ κοντύτερα με τη Ρωσία και θεωρεί ότι πρέπει να της αναγνωρισθεί ότι είναι μια ισχυρή δύναμη στην περιοχή, που πρέπει όλοι να την υπολογίζουν. Γι’ αυτό και επιχειρεί με κάθε ευκαιρία (σύμφωνο Τουρκίας – Λιβύης, έρευνες στην Ανατολική Μεσόγειο για υδρογονάνθρακες, προκλήσεις με γεωτρύπανα στο Αιγαίο) να κάνει σαφές προς κάθε κατεύθυνση ότι είναι αποφασισμένη να διεκδικήσει, ακόμη και με τα όπλα, όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο σε όποια υποθαλάσσια κοιτάσματα βρεθούν στην περιοχή.

Οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές στις οποίες, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, είναι πολύ δύσκολο να νικήσει ο Ερντογάν, ανεβάζουν ακόμη περισσότερο το θερμόμετρο στο εσωτερικό της Τουρκίας. Κι είναι αναμενόμενο, με επίσημο πληθωρισμό στο 80% και σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού να μην μπορεί να αγοράσει ούτε τα αναγκαία, ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα ανεβάζει την ένταση με την Ελλάδα για εσωτερική κατανάλωση. Κανείς, ωστόσο, δεν θα πρέπει να αποκλείει ένα περιορισμένο θερμό επεισόδιο ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν η κοινή γνώμη δηλητηριάζεται καθημερινά από όλες αυτές τις ανθελληνικές αναφορές, που εμφανίζουν την Ελλάδα ως το μακρύ χέρι της Δύσης, εμπόδιο στην τουρκική πρόοδο και την κυριαρχία της στην περιοχή.

Ακόμη όμως κι αν χάσει ο Ερντογάν, η επιθετικότητα της Αγκυρας φαίνεται πως θα συνεχιστεί. Είναι ενδεικτικό ότι η αντιπολίτευση παίρνει ακόμη πιο σκληρές εθνικιστικές θέσεις από αυτές του Ερντογάν, παροτρύνοντάς τον να κάνει πράξη τις απειλές του κατά της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, ακόμη κι ο Ερντογάν να φύγει, τα «γεράκια» θα παραμείνουν.

Με αυτά τα δεδομένα η ελληνική στρατηγική πρέπει να αναπροσδιορισθεί και να βλέπει σε βάθος χρόνου. Χρειάζεται τα κόμματα στην Ελλάδα να αφιερώσουν πλέον περισσότερη ενέργεια και να δώσουν μεγαλύτερη σημασία στην Τουρκία. Απαιτείται να χαραχθεί από κοινού μία νέα εθνική γραμμή απέναντι στην ιμπεριαλιστική πλέον Τουρκία. Πόσο μάλλον όταν η γειτονική χώρα έχει τετραπλάσιο ΑΕΠ από το δικό μας και μπορεί να αντέξει περισσότερο σε έναν ξέφρενο εξοπλιστικό ανταγωνισμό. Μια Τουρκία σε ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης, σε συνδυασμό με το ολοκληρωτικό καθεστώς διακυβέρνησης που έχει εγκαθιδρυθεί στη χώρα, μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες ανατροπές και εκπλήξεις στην περιοχή. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι.