Βιασύνη και δημοκρατία

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Βιασύνη και βεβιασμένες κρίσεις χαρακτηρίζουν τη συζήτηση για τη διάβρωση της δημοκρατίας. Στοιχειοθετείται τέτοια ανησυχία για την Πολωνία, την Ουγγαρία και βαλκανικές χώρες όπου, πράγματι, περικόπτονται έλεγχοι και ισορροπίες μεταξύ των πολιτικών θεσμών. Δεν στοιχειοθετείται όμως η ίδια ανησυχία για την Ελλάδα, τη Σουηδία, παρά τη θεαματική, όσο και λυπηρή, άνοδο της εκλογικής επιρροής των ακροδεξιών στις εκλογές της περασμένης Κυριακής ή την Ιταλία, ενόψει της αναμενόμενης νίκης των δεξιών κομμάτων στις εκλογές της προσεχούς Κυριακής.

Διάβρωση της δημοκρατίας έχουμε αφενός όταν θεσμικοί φορείς (π.χ. η κυβέρνηση) ή εξωθεσμικοί τέτοιοι (π.χ. ο στρατός) επιδιώκουν σχεδιασμένα να μονοπωλήσουν την εξουσία αφαιρώντας αντίβαρα του δημοκρατικού πολιτεύματος ή να το ανατρέψουν και αφετέρου όταν οι πολίτες συγκρίνοντας τη φιλελεύθερη δημοκρατία με άλλα πολιτεύματα αμφιταλαντεύονται ή την απορρίπτουν εντελώς.

Δεν υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα τέτοιοι αντιδημοκρατικοί θεσμικοί ή εξωθεσμικοί φορείς. Εντούτοις, στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας διαδοχικές κυβερνήσεις έπεσαν στους πειρασμούς της παράκαμψης της Βουλής μέσω της θέσπισης έκτακτης νομοθεσίας, των απευθείας αναθέσεων έργων και προμηθειών, της άσκησης πίεσης σε δικαστές και του επηρεασμού των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ). Δεν φάνηκε, πάντως, κάποιο σχέδιο υφαρπαγής της δημοκρατίας. Ούτε προκύπτει από έρευνες ότι οι πολίτες έπαψαν να προτιμούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, παρότι στη χώρα μας μειοψηφίες ενστερνίζονται εθνικιστικές, ρατσιστικές και άλλες αντιφιλελεύθερες αξίες, εκφράζοντάς τες σε πρώτη ευκαιρία (π.χ. υποστήριξη Χρυσής Αυγής, συμπάθεια για τον Πούτιν).

Ωστόσο, είναι διαδεδομένη στα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε ξένες και εγχώριες ιστοσελίδες και εφημερίδες, η αντίληψη ότι στην Ελλάδα η δημοκρατία έχει συρρικνωθεί ή έχει καμφθεί ή σχεδόν πνέει τα λοίσθια. Η διαδεδομένη αντίληψη οφείλεται σε τρεις πιθανούς λόγους. Ο πρώτος είναι τα διάχυτα στερεότυπα. Η δημόσια εικόνα για τη σημερινή Ελλάδα έχει επηρεαστεί από την αντίστοιχη εικόνα της του 20ού αιώνα, έναν αιώνα συχνών στρατιωτικών πραξικοπημάτων και πολιτικού αποκλεισμού της Αριστεράς (1949-1967). Αυτά θυμούνται κυρίως ξένοι σχολιαστές, παρότι ανεδαφικά ερμηνεύουν το παρόν με βάση το απώτερο παρελθόν. Θυμάμαι ακόμη το άρθρο δημοσιογράφου βρετανικής εφημερίδας, λίγο πριν από το πρώτο μνημόνιο (Μάιος 2010), στο οποίο εκείνος αναρωτιόταν αν θα αναλάβει την εξουσία ο ελληνικός στρατός. Διαστρεβλωμένη ήταν το 1981 η ανάλυση όσων (π.χ., του διάσημου πολιτικού επιστήμονα R.C. Macridis) πίστευαν ότι η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία θα σήμαινε την υποκατάσταση της δημοκρατίας από μονοκομματικό καθεστώς. Παρομοίως βιαστική ήταν το 2015-2019 η κινδυνολογία για την τύχη της δημοκρατίας.

Ο δεύτερος λόγος είναι ο μετασχηματισμός των ΜΜΕ. Εχει ενταθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΜΜΕ. Στο πλαίσιο των νέων τεχνολογιών είναι άμεση και ευρύτατη η διάδοση ειδήσεων και αναλύσεων. Δημοσιογράφοι και επιφυλλιδογράφοι σπεύδουν να δημοσιεύσουν οτιδήποτε το υπερβολικό, αν όχι πρωτάκουστο. Οπότε, έπειτα από κάθε κυβερνητικό ατόπημα (π.χ. το βαρύ ατόπημα της παρακολούθησης ενός πολιτικού αντιπάλου και ενός ερευνητικού δημοσιογράφου), διεξάγεται ένας αγώνας δρόμου. Μετέχουν σε αυτόν όσοι πολιτικοί ή σχολιαστές στα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή αρθρογράφοι εύκολα συμπεραίνουν ότι η ελληνική δημοκρατία γενικά είναι σάπια ή ότι βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο.

Οι πολίτες δεν εξισώνουν τα τυχόν βαριά λάθη της εκάστοτε κυβέρνησης ή της Βουλής με υποτιθέμενη επιδιωκόμενη υπονόμευση ή συνολική αποτυχία της δημοκρα- τίας ως πολιτεύματος.

Τρίτος λόγος είναι η όξυνση του –πάντως απαραίτητου στη δημοκρατία– κομματικού ανταγωνισμού. Η όξυνση είναι αναμενόμενη σε ένα κομματικό σύστημα πολωμένου δικομματισμού, στη διάρκεια μιας ασυνήθιστα μακράς και γι’ αυτό ιδιαίτερα βλαπτικής προεκλογικής περιόδου. Στην Ελλάδα αυτή ξεκίνησε την άνοιξη του 2022, έπειτα από διαρροές για εκλογές φέτος τον Σεπτέμβριο και δεν θα λήξει πριν από την άνοιξη του 2023, εφόσον δεν διεξαχθούν εκλογές νωρίτερα. Αναμενόμενες είναι και οι προσωπικές επιθέσεις που ανταλλάσσουν οι πολιτικοί αρχηγοί σε συζητήσεις στη Βουλή και σε συνεντεύξεις Τύπου στη Θεσσαλονίκη. Στις σύγχρονες δημοκρατίες η αντιπαράθεση γίνεται κυρίως γύρω από πρόσωπα, ενώ σπανιότερα επικεντρώνεται σε προγραμματικές θέσεις. Οταν όμως οι αντιμαχόμενοι διαχέουν την εντύπωση ότι ο αντίπαλος απεργάζεται την κατάλυση της δημοκρατίας, το θύμα θα μπορούσε να είναι όχι ο αρχικός στόχος (ο πολιτικός αντίπαλος), αλλά άλλος, παρεπόμενος στόχος, η δημοκρατία.

Στην Ελλάδα τα βέλη δεν έχουν πετύχει αυτόν τον στόχο. Στη δημοσκόπηση της Metron Analysis για το Mega (29-31 Αυγούστου 2022) μόνο των 5% των ερωτώμενων διάλεξαν ως σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας το πολιτικό σύστημα. Σημαντικότερα προβλήματα αναδείχτηκαν η οικονομία και η ακρίβεια. Στη δημοσκόπηση της Marc για τον ΑΝΤ1 (22-25 Ιουνίου 2022) δεν είχε καταγραφεί καν ανησυχία των ερωτώμενων για το πολιτικό σύστημα ή το πολίτευμα. Τα θέματα για τα οποία υπήρχε μεγαλύτερη ανησυχία ήταν η ακρίβεια και τα ελληνοτουρκικά.

Τελικά, οι πολίτες δεν υιοθετούν την παραπάνω εξίσωση που έχει γίνει δημοφιλής στη δημόσια σφαίρα. Δεν εξισώνουν δηλαδή τα τυχόν βαριά λάθη της εκάστοτε κυβέρνησης ή της Βουλής με υποτιθέμενη επιδιωκόμενη υπονόμευση ή συνολική αποτυχία της δημοκρατίας ως πολιτεύματος. Υπάρχουν πολιτικοί και πολιτικοί σχολιαστές που βιάζονται πολύ να ανησυχήσουν για τη δημοκρατία, οι πολίτες όμως δεν βιάζονται τόσο πολύ.

* Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή