Πώς μπορεί κάποιος να κλέψει στο παιχνίδι που απαιτεί –κυριολεκτικά– όλη τη νοημοσύνη του πλανήτη; Αν τα στεροειδή, σε όλα τα υπόλοιπα αθλήματα, βοηθούν να υπερτερήσεις, το σκάκι χάρη στην ανυποχώρητη διανοητική του πρόκληση κρατάει πάντα το προβάδισμα του άτεγκτου εγκεφαλικού παιχνιδιού. Με τις αθόρυβες –και ουδέποτε ιδανικές– κινήσεις είναι μια μόνιμη αναζήτηση μιας καλύτερης ενέργειας, που ακόμη κι αν βρεθεί σε φέρνει αντιμέτωπο με τις δύσκολες συνέπειές της. «Το σκάκι είναι η ζωή σε μικρογραφία. Αγωνιάς και μάχεσαι», είπε ο Κασπάροφ, αλλά, σε αντίθεση με τη ζωή, «στη σκακιέρα τα ψέματα και η υποκρισία δεν επιβιώνουν για πολύ» όπως είπε ένας άλλος σκακιστής, ο Λάσκερ.
Το σκάνδαλο ξέσπασε τον προηγούμενο μήνα, όταν ο, επί εννέα έτη, παγκόσμιος πρωταθλητής Μάγκνους Κάρλσεν (31 ετών) νικήθηκε από τον ανερχόμενο Χανς Νίμαν (19). Ο Κάρλσεν κατηγόρησε τον Νίμαν ότι κλέβει. Ο Νίμαν τον Κάρλσεν ότι δεν ξέρει να χάνει. Ο Κάρλσεν προτείνει στους οργανωτές να εντείνουν τα μέτρα ασφαλείας, για να διατηρηθεί η καθαρότητα του παιχνιδιού, και να αλλάξουν τις μεθόδους ανίχνευσης των παικτών πριν εισέλθουν στο παιχνίδι. Ο Νίμαν αποκρούει τις κατηγορίες λέγοντας ότι δεν υπήρχε ούτε κοινό ούτε ηλεκτρονικά να παρεμβαίνουν στον χώρο του παιχνιδιού. Και οι δύο γνωρίζουν ότι μόνον ένας υπολογιστής μπορεί να νικήσει έναν δυνατό παίκτη και οι μέθοδοι απάτης λειτουργούν, μονάχα, αν συμβαδίζουν επιδέξια με τις αλλαγές της τεχνολογίας. Λίγα χρόνια πριν, ο Ιταλός σκακιστής Ρικάρντι είχε μια κάμερα περασμένη σε αλυσίδα γύρω από τον λαιμό του, οπότε τη σκακιέρα την έβλεπε συγχρόνως κάποιος με πρόσβαση σε υπολογιστή. Ο παίκτης λάμβανε οδηγίες σε μορφή σημάτων Μορς μέσω ενός μικρού κουτιού που είχε στερεωμένο κάτω από τη μασχάλη του. Στην περίπτωση του Νίμαν, οι φήμες εστιάζουν για το μοναδικό μέρος του σώματος που θα μπορούσε κάτι να κρυφτεί, κάτω από το εσώρουχο και μέσα του, μέσω ενός μικροσκοπικού δονητή με χάντρες. Ο Νίμαν λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τις μομφές και απαντάει: «Εάν με θέλουν γυμνό θα το κάνω».
Ο grandmaster Νάιτζελ Σορτ δηλώνει στο BBC ότι «πρόκειται για μια ατυχή κατηγορία λόγω απουσίας τεκμηρίων. Είναι θάνατος (ενός παίκτη) που βασίζεται σε υπονοούμενο». Δεν είναι όμως απλώς υπαινιγμός. Είναι ενσυνείδητες, ηθελημένες, μομφές, που προς το παρόν παραμένουν αστήρικτες. Ο Κάρλσεν δεν γνώριζε τι ακριβώς συνέβη, αλλά παρ’ όλ’ αυτά δεν ένιωσε ανίδεος. «Μου δόθηκε η εντύπωση ότι δεν ήταν σε υπερένταση ή πλήρως συγκεντρωμένος στο παιχνίδι σε κομβικά σημεία». «Κινούσε τα πιόνια με έναν τρόπο που ελάχιστοι πεπειραμένοι παίκτες μπορούν να καταφέρουν». Η εμπειρία τον έκανε να παρατηρήσει ότι, κάτι, έλειπε στον αντίπαλό του· κατ’ αρχάς, η ένταση ενός επαγγελματία σκακιστή που καίει 500 θερμίδες καθιστός σε λιγότερο από δύο ώρες. Οι νοητικές συνδέσεις γίνονται για ό,τι ήδη είμαστε εξοικειωμένοι. Είναι ένστικτο. Μια γνωστική λειτουργία που ενεργεί κάτω από το επίπεδο της συνείδησης και έχει συχνά μεγάλη εγκυρότητα. Το ένστικτο είναι μια δύναμη που τακτικά συγκρούεται και συχνότερα ακυρώνεται από αντικρουόμενα ενδιαφέροντα, προσδοκίες, αισθήματα.
Ενόσω η παραπάνω υπόθεση έχει πάρει τον δρόμο της, μια παλιότερη ιστορία μού ήρθε στον νου. Εναν Σεπτέμβριο πριν από πολλά χρόνια, το 1983, ένας έμπορος τέχνης προσεγγίζει το μουσείο Γκέτι στη Καλιφόρνια. Θέλει να τους πουλήσει, για 10 εκατ., έναν άψογα διατηρημένο αρχαιοελληνικό κούρο που βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή. Οι άνθρωποι του μουσείου έχουν την προσδοκία ο κούρος να είναι αυθεντικός. Κινούνται όμως πολύ προσεκτικά, προχωρούν σε έρευνα και καλούν έναν γεωλόγο να εξετάσει εξoνυχιστικά το άγαλμα περνώντας δύο ημέρες μαζί του. Ηταν πράγματι από ελληνικό μάρμαρο Θάσου, ήταν πράγματι επικαλυμμένο με μια λεπτή στρώση ασβεστίτη (έτσι νομίζω λέγεται), ένα υλικό που δημιουργείται με την πάροδο εκατοντάδων ή και χιλιάδων χρόνων, είχε πράγματι συγγένεια με άλλους κούρους. Με λίγα λόγια, διατείνεται ότι υπάρχουν τα διαπιστευτήρια και το άγαλμα είναι αυθεντικό. Το μουσείο, ικανοποιημένο και ανυπόμονα πρόθυμο να χτίσει μια σοβαρή συλλογή, μεθοδεύει την αγορά του. Ο κούρος, όμως, είχε ένα πρόβλημα. Δεν έμοιαζε αυθεντικός. Ο Ιταλός ιστορικός τέχνης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Γκέτι, όταν τον είδε εστίασε απλώς στα δάχτυλα, και χωρίς να μπορεί να το βάλει σε λέξεις, είπε ότι «φαίνεται απλώς λάθος». Μια ειδικός στη γλυπτική, όταν τον αντίκρισε, δίχως να δώσει εξηγήσεις για την αντίδραση, είπε: «Λυπάμαι που το αγοράσατε». «Μοιάζει φρέσκο», ξεστόμισε μόλις το κοίταξε ο –πρώην– διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης. Πακέταραν το άγαλμα και το έφεραν στην Αθήνα. Δύο Ελληνες αρχαιολόγοι, ο Γιώργος Δεσπίνης και ο Γιώργος Δοντάς, δηλώνουν: «Οποιος έχει δει άγαλμα να βγαίνει από το χώμα θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι αυτό ποτέ δεν ήταν κάτω από τη γη» και «στη θέα του ένιωσα σαν να υπήρχε γυαλί ανάμεσα σε μένα και στο έργο τέχνης». Τέλος, ο Αγγελος Δεληβορριάς ένιωσε «ένα κύμα ενστικτώδους απέχθειας». Τι έκανε έξι ανθρώπους να βγάλουν, σβέλτα και ορθά, με μια ματιά, το συμπέρασμα ότι το αντικείμενο που κοιτούν είναι κίβδηλο, φτιαγμένο –για την ιστορία– σε ένα ιταλικό εργαστήριο τον 20ό αι.;
Μια γνωστική λειτουργία που ενεργεί κάτω από το επίπεδο της συνείδησης και έχει συχνά μεγάλη εγκυρότητα.
Μπήκε σε λειτουργία ο τεράστιος μηχανισμός του υποσυνείδητου, σαν ένας υψηλών δυνατοτήτων υπολογιστής, που επεξεργάστηκε όποια πληροφορία είχε συλλεχθεί απ’ όσα είχαν διαβάσει, ακούσει, δει, και προσέφερε το λιτό αποτέλεσμα σε μορφή εντύπωσης. Η επικρατούσα αντίληψη εστιάζει στο ότι η ποιότητα ενός συμπεράσματος ή μιας απόφασης είναι ευθέως ανάλογη με τον χρόνο που έχει δαπανηθεί και τα στοιχεία που έχουν συλλεχθεί. Με άλλα λόγια, μας υποδεικνύει την εμπιστοσύνη στη συνειδητή, λογική οδό. Σωστά. Αλλά κάποιες φορές η εσπευσμένη κρίση και οι πρώτες εντυπώσεις προσφέρουν αξιοπιστία. Εχουμε μεγάλη, ίσως απίστευτη, ικανότητα για οξυδερκείς ασυναίσθητες κρίσεις. Αν και τα «στενά παράθυρα» που ανοίγονται για να γίνουν γρήγορες διαπιστώσεις δεν είναι αλάθητα. Προϋποθέτουν συνθήκες, ήτοι εμπειρία και γνώση. Ο αυθορμητισμός του ενστίκτου λειτουργεί όταν έχει δημιουργηθεί το πλαίσιο, με μεγαλύτερες πιθανότητες βαρύτητας για όσα γνωρίζουμε σε βάθος ή για ό,τι έχει ήδη καλλιεργηθεί. Εσείς κι εγώ δεν θα μπορούσαμε, εκτός αν ήμασταν ειδικοί, να εξακριβώσουμε εάν ένας σκακιστής παίζει τίμια, ούτε εάν ένα άγαλμα είναι πρωτότυπο. Η απειρία μας θα μας στερούσε τη δυνατότητα να «επιμεληθούμε» την πληροφορία απλώς με μια εικόνα.
Το σκάκι είναι πράγματι η μικρογραφία της ζωής. Κοιτώ τη σκακιέρα και αναρωτιέμαι, υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να δω; Οχι. Εάν παίξω με κάποιον, υπάρχει εγγύηση νίκης; Οχι, γιατί είναι αδύνατον να μπω στο μυαλό του άλλου και να μάθω τι σκέφτεται. Αλλά γιατί στη ζωή, όπως και στο σκάκι, το ένστικτο μετράει.
* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.