Θα ήταν είδηση αν συνέβαινε: αν η εξεταστική επιτροπή για τη διερεύνηση των τηλεφωνικών υποκλοπών της ΕΥΠ κατέληγε σε κοινό πόρισμα (παρεμπιπτόντως: αρνούμαι να χρησιμοποιώ τον ευφημισμό «επισυνδέσεις», όπως αρνούμαι να αποκαλώ τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία «ειδική στρατιωτική επιχείρηση»). Μακάρι να έχω ασθενή μνήμη, αλλά αυτή είναι η πάγια τακτική: ερευνώντας θεσμικές παρεκτροπές, καμία εξεταστική επιτροπή της Βουλής δεν έχει καταλήξει σε κοινό πόρισμα, τα τελευταία 30 χρόνια. Καμία. Αντιθέτως θεωρείται αυτονόητο ότι κάθε κόμμα θα καταλήξει στη δική του εκδοχή.
Μας ενοχλεί; Θα έπρεπε. Η αδυναμία συναγωγής κοινών συμπερασμάτων από κοινοβουλευτική επιτροπή, για μείζονος σημασίας θεσμικές παρεκτροπές, συνιστά διαστροφή – ακοινώνητη κομματοκρατία. Αντιμετωπίζουμε τη θεσμική παρεκτροπή με θεσμική διαστροφή – ρίχνουμε πετρέλαιο στη φωτιά!
Οι εξεταστικές επιτροπές διερευνούν αιτιώδεις αλληλουχίες γεγονότων – ποιος γνώριζε τι, ποιος έκανε (ή δεν έκανε) κάτι, πότε, με τι συνέπειες. Αφετηρία (το explanandum) είναι ένα ανεπιθύμητο συμβάν: η διαχείριση μιας φυσικής καταστροφής (π.χ. τυφώνας «Κατρίνα» στις ΗΠΑ), ένα μείζον ανθρωπογενές ατύχημα (π.χ. φονική έκρηξη αποθηκευμένων εκρηκτικών στην Κύπρο, το 2011), μια μεγάλης κλίμακας τρομοκρατική ενέργεια (π.χ. 9/11), ένα οικονομικό σκάνδαλο (π.χ. η κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Baring, το 1995), μια θεαματική αποτυχία της Αστυνομίας (π.χ. φόνος αθώου πολίτη από αστυνομικό στο μετρό του Λονδίνου, το 2007) κ.ο.κ. Η εξεταστική επιτροπή αποσκοπεί στην ενδελεχή διερεύνηση των αιτιών (ή λόγων) που παρήγαγαν το ανεπιθύμητο συμβάν. Διαφορετικά: η εξεταστική ενδιαφέρεται, κατ’ αρχήν, για την αλήθεια, με τον ίδιο τρόπο που ο αστυνομικός επιθεωρητής επιδιώκει να εξιχνιάσει ένα έγκλημα.
Αν θέλουμε να καλλιεργήσουμε τη θεσμική μάθηση οφείλουμε να αναζητούμε την αλήθεια. Η εξεταστική επιτροπή συλλέγει τεκμήρια, συνδέει γεγονότα και καταλήγει σε εύλογες ερμηνείες. Αν και οι σοφιστές αμφισβητούν, ποντιοπιλατικά, την ύπαρξη της αλήθειας, δεν χρειάζεται να τους λάβουμε υπόψη. Τόσο τα γεγονότα όσο και η συνάφεια μεταξύ τους είναι εμπειρικώς ελέγξιμα. Οι προτεινόμενες ερμηνείες κρίνονται, με βάση τη λογική και την κοινή εμπειρία, για την ευλογοφάνειά τους. Δεν μπορούμε να ζήσουμε ούτε μία μέρα αν δεν διακρίνουμε το αληθές από το ψευδές.
Ομολογουμένως, όσο περισσότερο εξακτινώνεται η έρευνα προς το ευρύτερο πλαίσιο του συμβάντος τόσο πιο πολύ υπεισέρχεται στην περιοχή των ερμηνευτικών εικασιών. Για να εξηγήσουμε, συνεπώς, μια θεσμική παρεκτροπή ή αποτυχία θα πρέπει η έρευνα, αρχικά, να παραμείνει πειθαρχημένα εστιασμένη. Σε επόμενο στάδιο μπορούν να αναζητηθούν περαιτέρω αίτια σε ανώτερα επίπεδα. Ερευνώντας λ.χ. τη συγκεκριμένη παρεκτροπή της ΕΥΠ χρειάζεται, πρωτίστως, να μάθουμε συγκεκριμένα γεγονότα. Ποιος έδωσε την εντολή και γιατί; Τι γνώριζαν συναφώς τόσον ο επικεφαλής της ΕΥΠ όσον και ο πολιτικός του προϊστάμενος; Πώς διεξήχθη ο έλεγχος νομιμότητας των εντολών; Αυτά είναι τα θεμελιώδη ερωτήματα, σε πρώτο επίπεδο. Σε αυτά θα αναμέναμε έγκυρες απαντήσεις από την εξεταστική επιτροπή. Δεν τις πήραμε.
Αντιθέτως δόθηκαν επιμέρους, κομματικά ιδιοτελείς απαντήσεις. Αυτές, όμως, τις γνωρίζαμε ήδη, πριν συσταθεί η επιτροπή. Η εξεταστική επιτροπή, ωστόσο, αποσκοπεί, κατ’ αρχήν, στην εκφορά ορθολογικής συλλογικής κρίσης (απόφανσης). Αυτή διαμορφώνεται διαλογικά: μέσα από τη συν-αναζήτηση, κάθε μέλος πασχίζει να διαμορφώσει άποψη, η οποία θα είναι καλύτερα αιτιολογημένη από την άποψη που θα σχημάτιζε χωρίς τη συμμετοχή στην επιτροπή.
Η μη έκδοση κοινού πορίσματος συνιστά μείζονα και, δυστυχώς, επαναλαμβανόμενη ηθικοπολιτική αποτυχία: δείχνει ότι οι θεσμοί (: η εξεταστική επιτροπή) δεν έχουν αποκτήσει αυτοδύναμη, καθολικής ισχύος λογική (: αναζήτηση της αλήθειας), η οποία καθοδηγεί τη σκέψη των συμμετεχόντων, αλλά χειραγωγούνται από τη λογική του επιμέρους κομματικού συμφέροντος. Η θεσμική ανάγκη εκφοράς ορθολογικής συλλογικής απόφανσης υπάγεται ιδιοτελώς στην κομματική ανάγκη της κατίσχυσης. Τα μέλη της εξεταστικής επέλεξαν να «ιδιάσουν», όχι να «κοινωνήσουν» – να μη μετάσχουν στον «κοινό λόγο» της επιτροπής.
Στη συλλογική διαβούλευση (σύ-σκεψη), τα άτομα διαλέγονται με σκοπό, κατ’ αρχήν, την απάλειψη γνωστικών σφαλμάτων. Πώς; Συλλέγοντας εμπειρικά τεκμήρια, χρησιμοποιώντας τη λογική και επιδιδόμενα σε αμοιβαία κριτική. Το ήθος της ανοιχτόμυαλης συν-αναζήτησης που χαρακτηρίζει τη διαδικασία της ορθολογικής συλλογικής κρίσης εμπεδώνεται, πρωτίστως, από τη συμπεριφορά των ισχυρών μελών της – αυτά δίνουν, διαδραστικά, το παράδειγμα. Στην εξεταστική επιτροπή για την ΕΥΠ, αυτό το ήθος ήταν απόν.
Οι κυβερνητικοί βουλευτές αρνήθηκαν να καλέσουν μάρτυρες που προτάθηκαν από την αντιπολίτευση. Ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ –ο πρωθυπουργός– δεν κλήθηκε να καταθέσει. Η κυβέρνηση δεν ήρε το «απόρρητο» των επικεφαλής της ΕΥΠ (πρώην και νυν), η επίκληση του οποίου κατέστησε τις καταθέσεις τους κενές. Η κυβερνητική πλειοψηφία συρρίκνωσε τη νομιμότητα στη νομιμοφάνεια (τυπική τήρηση διαδικασιών, όχι ουσιαστική διερώτηση για το περιεχόμενο εννοιών – π.χ. «εθνική ασφάλεια»). Τα αντιπολιτευόμενα κόμματα έκαναν αυτό που συνήθως κάνουν: a priori καταγγελίες, όχι συν-εργασία. Ολοι επιβεβαίωσαν τις προκατασκευασμένες απόψεις τους. Η συν-εννόηση αποδείχθηκε αδύνατη.
Επρόκειτο για παρωδία διαμόρφωσης ορθολογικής συλλογικής κρίσης. Δεν ήταν αναπόφευκτο να συμβεί – συγκρίνετε λ.χ. με τα πορίσματα εξεταστικών επιτροπών του βρετανικού Κοινοβουλίου και θα δείτε τη διαφορά. Μπορούμε καλύτερα, αρκούμαστε όμως στα χειρότερα.
* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.