Μετά την προβολή προτιμάς να γυρίσεις σπίτι σου με τα πόδια. Βγαίνεις από την αίθουσα σιωπηλός, περπατάς με ανακούφιση θέλοντας να παρατείνεις τους ανεξάντλητους απόηχους της ταινίας. Η τρίωρη διάρκεια του γιαπωνέζικου «Drive my car» του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι (βραβευμένου με Οσκαρ, προβάλλεται δεύτερη εβδομάδα στις αίθουσες) μακάρι να μην αποτρέψει όσους αμφιταλαντεύονται ή διστάζουν.
Ολο και πιο σπάνια η κινηματογραφική παραγωγή ξεφεύγει από τις επιμελημένες, θεματικές, συνταγές και επιλέγει μονοπάτια που μπορεί να μην είναι άγνωστα, δεν σημαίνει όμως ότι είναι και πλήρως καταγεγραμμένα. Μπορεί να οφείλεται στους δυσερμήνευτους, ίσως γι’ αυτό και εξαιρετικά γοητευτικούς, κώδικες του ιαπωνικού πολιτισμού, ίσως και στο γεγονός ότι η ταινία βασίζεται σε διήγημα του δημοφιλούς Χαρούκι Μουρακάμι ενώ παράλληλα αρδεύεται γενναιόδωρα από τον «Θείο Βάνια» του Τσέχωφ.
Ο κεντρικός ήρωας, Γιουσούκε Καφούκου, είναι θεατρικός ηθοποιός και σκηνοθέτης, παντρεμένος και ερωτευμένος με την όμορφη και μυστηριώδη Οτο, σεναριογράφο, η οποία τον απατά. Η Οτο πεθαίνει ξαφνικά, από εγκεφαλική αιμορραγία. Δύο χρόνια αργότερα, ο Καφούκου, στοιχειωμένος από την απώλεια της γυναίκας του, δέχεται να σκηνοθετήσει μια παράσταση του «Θείου Βάνια» σ’ ένα φεστιβάλ στη Χιροσίμα. Του παρέχουν –υποχρεωτικά– σοφέρ για το δικό του αυτοκίνητο. Καθήκοντα αναλαμβάνει η 23χρονη, πολύ εσωστρεφής, Μισάκι. Μια συνήθεια του Καφούκου παραμένει αδιατάρακτη: να ακούει στις διαδρομές την ανάγνωση του «Θείου Βάνια» με τη φωνή της γυναίκας του, χωρίς τις ατάκες του Βάνια, που έπαιζε ο ίδιος.
«Οσοι ζουν σκέφτονται συνεχώς αυτούς που πέθαναν. Κι αυτό θα συνεχίζεται. Ετσι θα ζούμε», λέει ο ήρωας της ταινίας «Drive my car».
Τα γεγονότα και οι ανατροπές φροντίζουν να κρατούν το ενδιαφέρον του θεατή ζωντανό, όμως στο «Drive my car» δεν είναι η ιστορία που μετράει τόσο όσο ο χειρισμός της. Αυτές οι ιδιόμορφες «αναπνοές» των πλάνων, η τολμηρή προσέγγιση του χρόνου (δεν είναι θέμα διάρκειας αλλά επιλογών). Στο μεταίχμιο του ειδικού και του γενικού, του ερωτικού και του κοινωνικού, της ζωής και του θανάτου.
Η ταραχή και η απαντοχή του κόσμου αντικατοπτρίζεται μέσα από το –και μέσα στο– έργο του Τσέχωφ. Η θλίψη, η παραίτηση, αλλά και η μελαγχολική ειρωνεία μιας ζωής που σαρκάζει με την επανάληψή της, συναντιούνται στην –περίφημη– τελευταία σκηνή του «Θείου Βάνια», στον μονόλογο της Σόνιας. Μόνο που ο σκηνοθέτης Καφούκου έχει δώσει, στην παράστασή του, τον ρόλο της Σόνιας σε μια ηθοποιό κωφάλαλη που μιλάει στη νοηματική. «Τι να κάνουμε, θείε Βάνια, πρέπει να ζήσουμε. Θα περάσουμε μέρες και μέρες αμέτρητες, τη μια μετά την άλλη, μεγάλα, ατέλειωτα βράδια· θα υποφέρουμε καρτερικά τις δοκιμασίες που θα μάς στείλει η μοίρα· θα δουλεύουμε για τους άλλους και τώρα και στα γεράματά μας χωρίς ανάσα, κι όταν έρθει η ώρα μας, θα πεθάνουμε αγόγγυστα, κι εκεί απ’ τον τάφο, θα πούμε πως υποφέραμε, κλάψαμε, πικραθήκαμε, κι ο Θεός θα μας λυπηθεί, κι εμείς, θείε, αγαπημένε μου θείε, θα δούμε μια ζωή ολοφώτεινη, υπέροχη, αρμονική, θα χαρούμε, και τις σημερινές μας δυστυχίες θα τις δούμε τότε με συγκίνηση, με χαμόγελο – και θ’ αναπαυτούμε». Η Σόνια αγκαλιάζει τον Βάνια, η στιγμή είναι απόλυτα «προστατευμένη» μέσα σε μια ευεργετική σιωπή. Μόνο ο ανεπαίσθητος ήχος που παράγει η κίνηση της νοηματικής γλώσσας.
Αυτή η «συνάντηση» του θεάτρου με τον κινηματογράφο, ανθολογείται. Ο Ριουσούκε Χαμαγκούτσι ξέρει πώς να αποσπάσει από τη σκηνή την ένταση και τη συναισθηματική δύναμη που εμπεριέχει. Οχι την προφανή· την άλλη, την αδιόρατη, που χρειάζεται τη σιωπή για να αναδυθεί.
Οδηγώντας, ένα κόκκινο βίντατζ αυτοκίνητο, τα χιλιόμετρα μπορεί να λύνουν κόμπους, να απελευθερώνουν, να συμφιλιώνουν με τους φόβους και τα διαρκή πένθη. «Οσοι ζουν σκέφτονται συνεχώς αυτούς που πέθαναν. Κι αυτό θα συνεχίζεται. Ετσι θα ζούμε», λέει ο ήρωας της ταινίας στην οδηγό του, μπροστά στα συντρίμμια αυτού που κάποτε ήταν σπίτι της. Η αλήθεια παραμένει ο συντομότερος δρόμος προς τη ζωή.