Ο Σωτήρης Γκορίτσας μάς «βλέπει». Παρακολουθεί πώς πορευόμαστε ως άτομα, ως κοινωνία, ως χώρα. Από το 1990 και τη «Δέσποινα» μέχρι πριν από λίγες ημέρες, που έκανε πρεμιέρα το «Εκεί που ζούμε», βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη. Δεν έχει γυρίσει πολλές ταινίες (επτά με τη φετινή) ενώ μεσολάβησε μια μεγάλη, 10ετής, παύση από την τελευταία («Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα») έως τη σημερινή. Ο ίδιος, βέβαια, καθόλου δεν είχε αποσυρθεί. Ηταν ενεργός και παρών με άποψη πολιτική, ισχυρή, που κάποιους ενοχλούσε, αλλά ο Σωτήρης Γκορίτσας δεν αναδιπλώθηκε ποτέ. Το αντίθετο. Εντόπιζε πάντα τον ελλειμματικό εαυτό μας είτε σε προσωπικό είτε σε θεσμικό επίπεδο. Και, βέβαια, φροντίζει πάντα οι τίτλοι του να εμπεριέχουν το σχόλιο και, ενίοτε, τον σαρκασμό: «Βαλκανιζατέr» –προσοχή στη λεπτομέρεια του λατινικού «r»– και «Μπραζιλέρο». Η κουλτούρα της αρπαχτής, του παραγοντισμού, της παρανομίας, της νεοπλουτίστικης μαγκιάς. Μια «λάτιν – αμέρικα», ευρωπαϊκή παρ’ όλα αυτά, εκδοχή χώρας. Ο Σ. Γκορίτσας ανασηκώνει, χωρίς περιστροφές, τους μπερντέδες μιας ατέλειωτης παράγκας, για να φωτίσει τις επάλληλες και αντιφατικές πολιτισμικές επιστρώσεις της.
Η έβδομη ταινία του ενώ έχει την «υπογραφή» του, που σημαίνει αναγνωρίσιμη αισθητική και ύφος, εν τούτοις διαφέρει από τις προηγούμενες. Η τομή που συντελείται είναι εγκάρσια, «πλήττει» την ύπαρξη, χαρτογραφεί τα αδήλωτα «χρέη» του υποσυνείδητου. Το 24ωρο της ημέρας των γενεθλίων του νεαρού δικηγόρου Αντώνη Σπετσιώτη αρχίζει με το ξύπνημα από έναν άβολο ύπνο (γερμένος πάνω στο τραπέζι με τις απλωμένες δικογραφίες) και, μάλλον, δεν τελειώνει ποτέ. Οπως και η ζωή. Μόνο με τον θάνατο. Αυτό είναι ο χρόνος, ομονοούν συγγραφέας και σκηνοθέτης: μια αλληλοδιαδοχή ημερών. Υποχρεώσεις στις οποίες ανταποκρίνεται καθένας, με τους διαφορετικούς ρόλους του: του εργαζομένου, του γιου, του φίλου, του συζύγου, του εραστή… Κάθε μέρα ένας άθλος, ώς το τέρμα. Από τα δικαστήρια της Ευελπίδων σε σκοτεινά πάρκινγκ της εθνικής οδού, από το τακτοποιημένο εργένικο σπίτι του στον Λυκαβηττό σε αγροικίες στο Χαλκούτσι και πολυτελείς βίλες στην Αλίαρτο. Και μέσα στα λαβυρινθώδη της μέρας, η τραυματισμένη σχέση του νεαρού δικηγόρου με τον πατέρα του, αλλά και η τσαλακωμένη σχέση του πελάτη, φίλου και συμμαθητή του, με τη μητέρα του. Οι γονείς ορίζουν κι εδώ, παρόντες/απόντες.
«Εκεί που ζούμε» έχει γέλιο, αλλά καθώς οι ώρες προχωρούν και οι δεσμεύσεις εμφανίζονται σαν ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, τα γέλια λιγοστεύουν.
«Εκεί που ζούμε» έχει γέλιο. Πολύ γέλιο. Αλλά είναι μόνο στην αρχή της ταινίας. Καθώς οι ώρες προχωρούν και οι δεσμεύσεις εμφανίζονται σαν ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, τα γέλια λιγοστεύουν. Σε μια πρώτη ανάγνωση τίποτα το άξιο λόγου δεν συμβαίνει στη ζωή του Αντώνη Σπετσιώτη (Προμηθέα Αλειφερόπουλου). Ενα διαρκές πήγαιν’-έλα που αποπνέει μια πνιγηρή κούραση. Ο ήρωας πατάει γκάζι για να «προλάβει»: να συναντηθεί με τον απομονωμένο σε ένα κτήμα συνταξιούχο πατέρα (να «συναντηθούν» οι δυο τους επί της ουσίας), να διευθετήσει δικαστικές υποθέσεις, να προχωρήσει μια αίτηση για τις Βρυξέλλες, να βρει χρήματα για να πληρώσει τα νοίκια που χρωστάει, με τον κίνδυνο της έξωσης να επικρέμαται, να βρει χρόνο για την πρώην σχέση του, να παρηγορήσει τον φίλο του που βλέπει τη μητέρα του να καταρρέει «θεατρικά» στη δίκη, αλλά λίγες στιγμές αργότερα και πραγματικά. Να μεταφέρεται στο νοσοκομείο, να χάνει τη ζωή της. Κι εδώ θα σταθώ. Από τα γέλια της αρχής, στη στιγμή του άηχου θρήνου. Εκεί που ο φίλος (σπαρακτικός Μάκης Παπαδημητρίου) στέκει στο νεκροτομείο του νοσοκομείου δίπλα στο άψυχο σώμα της ταλαιπωρημένης μητέρας του, «θύματος» ινστιτούτων αισθητικής στα οποία έτρεχε για να χάσει κιλά μήπως προσελκύσει τον πρώην σύζυγό της (είχαν χωρίσει). Στέκει δίπλα της βουβός, συντετριμμένος. Ηταν σε εμπόλεμη σχέση γιος και μάνα όσο εκείνη ζούσε. Τώρα, παραδομένος στο τελεσίδικο. Σκύβει και ακουμπά το κρύο μέτωπό της, το φιλάει.
Ο Αντώνης Σπετσιώτης θα φτάσει στο πάρτι των γενεθλίων του όταν οι καλεσμένοι του έχουν φύγει. Είναι πολύ αργά. Θα σβήσει τα κεριά στην τούρτα. Μια άλλη, επόμενη, ημέρα αρχίζει όπου να ‘ναι. Ενας άλλος, επόμενος, χρόνος.