Εφεδρος ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του ’40 ο Δημητσανίτης φιλόλογος και ιστορικός Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος (1911-2008), το 1952, σε αφιέρωμα του περιοδικού «Ελληνική Δημιουργία» στη δημοτική ποίηση, απαθανάτισε ένα τραγούδι που έπλασαν οι ίδιοι οι φαντάροι στα βουνά της Αλβανίας. Οι πληροφορίες που δίνει, για τον σταδιακό σχηματισμό του τραγουδιού, συμφωνούν απόλυτα με όσα γνωρίζουμε για τον τρόπο που δούλευε η λεγόμενη λαϊκή μούσα. Ακριβώς όπως συμβαίνει και στην καλή προσωπική ποίηση, οι στίχοι δουλεύονται και ξαναδουλεύονται, ώσπου να λαγαρίσουν, να αποκτήσουν αφηγηματική λιτότητα, να ταιριάξουν πλήρως με τον ρυθμό τους. Εγραφε ο Τάσος Γριτσόπουλος, ένας αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς, ίσως και συνδημιουργός, αφού σε πολλές περιπτώσεις ένας γραμματιζούμενος, με γνώση της ποιητικής παράδοσης, δρα σαν στιχουργικός παρακινητής: «Τραγουδούσαν λοιπόν οι στρατιώτες. Τραγουδούσαν όλα τα τραγούδια κι όλα τα παρατράγουδα κι όλες τις παρωδίες. Προτιμούσαν τα εύθυμα, που ταίριαζαν περισσότερο στην όλη σατιρική διάθεση, και προτιμούσαν να συνθέσουν κι ένα δικό τους. Τα πρόχειρα κι αδούλευτα τραγούδια των στρατιωτών του αλβανικού μετώπου ήταν στηριγμένα πάνω σε γνωστά μοτίβα. Πολλά είχαν βάση και το δημοτικό τραγούδι. Στα χείλη τους είχαν πάντοτε πρόχειρους τους στίχους και το σκοπό των πιο γνωστών και των πιο αγαπημένων δημοτικών μας τραγουδιών. Ασυνείδητα άφηναν να προσαρμόζονται παλαιών τραγουδιών στίχοι επάνω στα γεγονότα που ζούσαν οι φαντάροι. Στην προκειμένη περίπτωση οι ήρωες τραγουδούν τα άθλα των οι ίδιοι…».
Η αυτοβιογραφική ιστόρηση εστιάζει τώρα σε συγκεκριμένο δημιούργημα: «Ενα τέτοιο τραγούδι των στρατιωτών του αλβανικού μετώπου έγραψα εκεί επάνω σ’ ένα διάλειμμα του πολέμου, καθώς οι συμπολεμιστές μου το τραγουδούσαν και φρόντιζαν την καλύτερη σύνθεσή τους. Δεν φέρει την υπογραφή κανενός, δεν πείραξα ούτε ένα νι και δεν έχω καμιά αμφιβολία πως είναι σήμερα ένα άγνωστο, αλλ’ ανεπεξέργαστο, δημοτικό τραγούδι. Ακριβώς το παρουσιάζω για να μη μένει άγνωστο, αφού είναι τόσο διδακτική η προέλευσή του και τόσο συγκινητική η μικρή ιστορία του».
Για ελάχιστα δημοτικά γνωρίζουμε τις περιστάσεις της δημιουργίας τους: πότε και πού συντέθηκαν, και ποιος όμιλος ανθρώπων έδωσε στέρεη μορφή σε ό,τι φανερώθηκε με την εύλογη ατημελησία του αυθορμητισμού. Δεν είναι όμως αυτή η μοναδική αξία της μαρτυρίας του Γριτσόπουλου. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η κατηγορηματική διαβεβαίωσή του ότι «δεν πείραξε ούτε ένα νι». Γνωρίζει, φυσικά, ότι πολλά παλαιά δημοτικά νοθεύτηκαν από τους λόγιους εκδότες τους, που αλλοίωσαν ή αποσιώπησαν «αντικανονικούς» στίχους (ή και ολόκληρα «αντισυμβατικά» τραγούδια), ενώ οι πλέον αποφασισμένοι «καθαριστές» της λαϊκής φωνής δημοσίευσαν δικά τους στιχουργικά πλάσματα, του γραφείου, σαν αυθεντικά δημοτικά.
Γεγονός σπάνιο για τη λαϊκή ποίηση που δημιουργήθηκε στα χρόνια του πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης, οι καταγραμμένοι 21 στίχοι του τραγουδιού είναι ανομοιοκατάληκτοι. Η αρχή τους είναι τυπική. Αναπαράγει ένα από τα αγαπημένα μοτίβα της δημοτικής ποίησης, την ερωταπόκριση «Μήνα; – Μηδέ»:
«Στης Αλβανίας τα βουνά πολλά ντουφέκια πέφτουν. – Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι;».
«Στης Αλβανίας τα βουνά πολλά ντουφέκια πέφτουν. / – Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι; / – Μάιδε σε γάμο πέφτουνε, μάιδε σε πανηγύρι, / μόν’ πολεμάνε οι Ελληνες με τους μακαρονάδες. / Απ’ το βαρύ ντουφέκι τους κι απ’ το βαρύ κανόνι, / η γης αναταράζεται και τα λαγκάδια σκούζουν, / κι απ’ τα γιουρούσια τα πολλά και την πολλήν αντάρα, / σωρούς τα ιταλικά κορμιά τις ρεματιές γεμίζουν. / Χειμώνας δεν τους καρτερεί, πάγοι δεν τους κρατάνε, / νύχτα και μέρα πολεμούν για την ελευτεριά τους / και τραγουδούν περήφανα τις δόξες του σπαθιού τους. / – Βρε Μουσολίνι, άπιστε και ψεύτη κόμη Τσιάνο, / σαν τι γυρεύατ’ από μας, με τα χαρτένι’ ασκέρια; / Βουλώσαν τα κανόνια σας, σπάσαν τα πολυβόλα / και πόλεμο δεν ξέρετε κι ακόμα πολεμάτε. / Σας κυνηγάμ’ απ’ τα βουνά, σας διώχνουμ’ απ’ τους κάμπους, / η Κορυτσά ‘ναι ελληνική με τους Αγιοσαράντα. / Κλεισούρα κι Αργυρόκαστρο, Χειμάρα κι άλλα μέρη, / τα παραδώσαν τα κλειδιά στα χέρια των Ελλήνων. / Τι πολεμάτε, Ιταλοί, κανένας δε θα μείνει, / στη θάλασσα θα πέσετε, τα ψάρια θα σας φάνε».
«Θα μπορούσαν να προστεθούν πολλά», επιλέγει ο Γριτσόπουλος, «για την ιστορία του παραπάνω τραγουδιού· πώς άρχισε με κόπο ο πρώτος στίχος, πώς ακολούθησε ο δεύτερος, πώς διορθώνονται οι παρακάτω σιγά σιγά με τη συνεργασία και την άμιλλα Μοραϊτών και Θεσσαλών και πώς όσο το τραγούδι τραγουδιότανε, τόσο και φορμαριζότανε, ώσπου να πάρει πιο βελτιωμένη και τελειωτική τη μορφή του». Και στην τελειωτική μορφή του τραγουδιού, πάντως, ένα αναδρομικό αυστηρό βλέμμα θα διέκρινε λόγιο χέρι στα «χάρτινα ασκέρια» και αστοχία στη φράση «Χειμώνας δεν τους καρτερεί»· εδώ μπορούμε να εικάσουμε ότι ο συλλογικός ποιητής ήθελε να πει ότι ο χειμώνας δεν καθηλώνει τους πολεμιστές ή δεν τσακίζει την αντοχή και την υπομονή τους. Ισως όμως είναι άδικο ένα τέτοιο βλέμμα. Πόσο εύκολο ή εύλογο είναι να παρατηρείς ψυχρά ένα θερμότατο πλάσμα, στην παγωμένη πια τυπογραφική μορφή του;
Κι ωστόσο, η λαογραφία και η φιλολογία οφείλουν να επιστρέφουν πάλι και πάλι στα γραπτά, γιατί και της προφορικής ποίησης τα δημιουργήματα, σαν γραπτά αντιμετωπίζονται από τη στιγμή που δημοσιεύονται. Για παράδειγμα, όπως μας θυμίζει και ο Ν. Α. Κεφαλληνιάδης στο έργο του «Η λαϊκή μούσα στους εθνικούς πολέμους μας» (εκδ. Φιλιππότη, 1992), ο λαογράφος Κώστας Ρωμαίος στο άρθρο του «Αλβανία, 1940», που εμπεριέχεται στο βιβλίο του «Η ποίηση ενός λαού» (1968), ανέταμε προσεκτικά ένα άλλο τραγούδι του 1940. Και εδώ οι εναρκτήριοι στίχοι αναπαράγουν το οικείο μοτίβο του λιμασμένου κόρακα: «– Τι έχεις, βρε μαύρε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις; / Μήνα διψάς για αίματα, γι’ ανθρώπινα κουφάρια;» Στην αρχική τετράστιχη μορφή του, πιστεύει ο μελετητής, η οποία ανταποκρίνεται στις νικηφόρες μάχες του Νοεμβρίου 1940, ο κόρακας πεινάει για «ιταλικά κορμιά», απ’ τα οποία «γεμίσαν οι χαράδρες». Μετά τον Δεκέμβριο όμως, όταν ο βαρύς χειμώνας προκάλεσε μεγάλες ελληνικές απώλειες, σφηνώθηκαν άτσαλα στο τραγούδι άλλοι δύο στίχοι, γιατί ο κόρακας μπορούσε πια να δει και «κορμιά ελληνικά, θαμμένα αράδα-αράδα».
Με τον καιρό, γράφει ο Ρωμαίος, «αποσιωπήθηκαν εντελώς οι σκοτωμένοι εχθροί». Κι έτσι, «ενώ αρχικά είχαμε ένα τραγούδι επινίκιο, με την προτροπή στον περαστικό πεινασμένο κόρακα να πάει να βρει πλούσιο συμπόσιο με τις άφθονες εχθρικές σάρκες, τώρα το τραγούδι μεταβάλλεται σε έναν αξιοπρεπή και συγκρατημένο θρήνο για καταστροφή ελληνική». Η εντελέστερη παραλλαγή του καταγράφτηκε στη Γουριά Μεσολογγίου: «Εκεί θα ιδείς τα αίματα, εκεί θα ιδείς τις σάρκες, / εκεί κορμάκια κείτονται, ηρωικοί τσολιάδες». Το «ηρωικοί» αποθεώνει, όμως το υποκοριστικό «κορμάκια» θυμίζει την ηλικία των παλικαριών.