ΔΙΑΤΑΣΕΙΣ

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ερευνητική δημοσιογραφία

Οποιος νομίζει ότι η ερευνητική δημοσιογραφία είναι εύκολο σπορ ή μια σπουδή στην τέχνη της δημόσιας επίδειξης, κάτι δεν έχει καταλάβει καλά. Πρόκειται για δουλειά που απαιτεί άπειρες ώρες κοπιώδους εργασίας, πολλές από τις οποίες πέφτουν στο κενό· κανείς δεν εγγυάται στον ερευνητή ότι θα βρει αυτό που ψάχνει ή ότι, αν το βρει, θα το βρει αναίμακτα και εγκαίρως. Επιπλέον, η έρευνα προϋποθέτει διαρκή κινητικότητα, πρόσβαση σε κάθε λογής δυσπρόσιτα έως κρυφά στοιχεία, επικοινωνιακά χαρίσματα, εκπαίδευση στην κατανόηση δυσνόητων εννοιών και καταστάσεων, ιώβεια υπομονή, ικανότητα υπέρβασης αντικειμενικών εμποδίων και ασταμάτητη διαθεσιμότητα. Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με εργασία που ξεφεύγει από τα επαγγελματικά της όρια και γίνεται σωστά μόνο υπό τον όρο της αταλάντευτης προσωπικής αφοσίωσης. Η ερευνητική δημοσιογραφία τις περισσότερες φορές ενέχει ρίσκο και οδηγεί σε επικίνδυνες συγκρούσεις με δυνάμεις ισχυρότερες από του ερευνητή. Και σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, δεν μιλάμε για επάγγελμα που πληρώνεται με τρόπο που αντισταθμίζει τον μεγάλο του κόπο, ειδικά στην Ελλάδα. Με λίγα λόγια, υπάρχουν πολλοί λόγοι να πάρει κανείς την έρευνα στα σοβαρά και αυτοί δεν έχουν να κάνουν μόνο με τα αποτελέσματά της.

Ηθικές αντενδείξεις

Πέρα όμως από αυτά που η ερευνητική δημοσιογραφία είναι, υπάρχουν και πολλά ακόμη που δεν είναι. Για παράδειγμα, η ερευνητική δημοσιογραφία δεν μπορεί να είναι κομματικώς υποκινούμενη· όχι επειδή ο ερευνητής απαγορεύεται να έχει πολιτική συνείδηση, αλλά επειδή όταν υποτάσσει τη δουλειά του στην κομματική υπηρεσία, η έρευνα παύει να αποσκοπεί στην αλήθεια και προσεγγίζει πλέον περισσότερο το ιδιοτελές αφήγημα. Είναι άλλο να ψάχνεις με ανοιχτό μυαλό και άλλο να ψάχνεις για να βρεις αυτό που έχεις προαποφασίσει να βρεις. Η ερευνητική δημοσιογραφία δεν μπορεί να εξαντλείται στην καταγγελία: και το μεγαλύτερο έγκλημα πρέπει να στοιχειοθετείται τεκμηριωμένα – και η παραμικρή υπόνοια πρέπει να εξακριβώνεται με σοβαρότητα. Δεν επιτρέπεται να ταυτίζει την ένδειξη με την απόδειξη, δεν δικαιολογείται να παζαρεύει τα ευρήματά της αντί να τα φέρνει στο φως, δεν νοείται να αναλώνεται σε λαϊκίστικα σόου όταν έχει τη δυνατότητα να γίνει ουσιωδώς αποκαλυπτική και κοινωνικά χρήσιμη. Στόχος της έρευνας δεν είναι να θάψει κάποιον για να εξυπηρετήσει κάποιον άλλο, αλλά να κρατάει τις επιφυλάξεις της για όλους. Κι ας τους θάψει όλους στο τέλος.

Το ελληνικό παράδοξο

Η έρευνα για το θέμα των υποκλοπών προσέκρουσε γρήγορα σε ένα τείχος πατροπαράδοτου ελληνικού κυνισμού, ανάμεικτου με γραφειοκρατική μούχλα και νομικές ασάφειες. Μετά την αποκάλυψη των περίφημων νόμιμων επισυνδέσεων της ΕΥΠ, βρεθήκαμε ενώπιον ενός παραδόξου: μια κρατική υπηρεσία αποδεδειγμένα παρακολούθησε πολιτικό αρχηγό με σχετική άνεση· με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς ιδιαίτερες εγγυήσεις πως κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογοδοσία. Εύλογα μπορεί κανείς να αναρωτηθεί τι παραπάνω μπορεί να εισφέρει η δημοσιογραφική έρευνα σε μια κατάσταση που ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του θεωρούν νόμιμη πλην εσφαλμένη (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και οι επιφανείς νομικοί της χώρας, παράνομη. Μία ακόμη δικαιοπολιτική κρίση; Εναν εκφραστικό εξάψαλμο; Σκανδαλοθηρικές λεπτομέρειες; Μετά την αποκάλυψη, μάθαμε ότι οι επισυνδέσεις ήταν περισσότερες απ’ όσες νομίζαμε ανά τα χρόνια· η ΕΥΠ παρακολούθησε πολύ κόσμο στο πλαίσιο της ίδιας, χαλαρής διαδικασίας, κι απ’ ό,τι φαίνεται αυτή η πρακτική ήταν ένα είδος κοινού μυστικού μεταξύ των κομμάτων.

Ορια στην έρευνα

Μπροστά στον σουρεαλισμό αυτόν, η δημοσιογραφική έρευνα ωχριά. Πόσο ακόμη μπορεί να εκτεθεί δημοσιογραφικά ένα σύστημα που παράγει εν γνώσει του αντινομίες και πολιτική επισφάλεια; Οι δημοσιογράφοι κάνουν έρευνα, όχι μαγικά. Τα αποδεικτικά τους μέσα είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένα. Η δύναμή τους φθάνει μέχρι ένα σημείο – κι έπειτα είναι ευθύνη της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας να εξαλείψουν κάθε επιλήψιμη δυσλειτουργία που εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους. Οταν η επίδοση των αρμοδίων, ωστόσο, είναι ανεπαρκής ακόμη και κατόπιν εορτής, όταν οι πολίτες νιώθουν οριστικά απροστάτευτοι, τότε είναι που στο τοπίο παρεισφρέει η ψευδοέρευνα: τα «αποκαλυπτικά» εξώφυλλα που καταγγέλλουν παρακολουθήσεις χωρίς στοιχεία· οι σεσημασμένοι χειροκροτητές ζεϊμπέκικων που προαναγγέλλουν πτώσεις κυβερνήσεων· οι άμεμπτοι κήνσορες και οι προφήτες της καταστροφής που σπέρνουν τη διχόνοια και την ψευδολογία για να δρέψουν ψήφους, συμπάθεια και τους σκοτεινούς καρπούς του χάους.

Αρνητές της πτώσης

Η κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει μια αξιοθαύμαστη ροπή στον εφησυχασμό, ακόμη και όταν όλα τής πάνε στραβά. Με τον ίδιο τρόπο που βιάστηκε να υποβαθμίσει την καταγγελία Ανδρουλάκη όταν αυτή πρωτοδιατυπώθηκε, έσπευσε να θεωρήσει και τη γενικότερη υπόθεση των παρακολουθήσεων λήξασα μόλις αυτή υποχώρησε από την κορυφή της ειδησεογραφικής επικαιρότητας. Η αιτιολογία πως «ο κόσμος κουράστηκε» δεν είναι ψευδής, αλλά δεν αποδίδει την πραγματικότητα σε όλο της το εύρος. Οι πολίτες πράγματι κουράστηκαν με τις καταγγελίες και τους καταγγέλλοντες, αλλά παράλληλα δεν βλέπουν καμία προοπτική ξεκούρασης στην πολιτική των καταγγελλομένων. Το γεγονός ότι όλοι βουλιάζουν δεν θα έπρεπε να παρηγορεί αυτόν που βουλιάζει με τον πιο αργό ρυθμό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή