Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις από το καλοκαίρι και μετά, όταν άρχισαν οι καταγγελίες για παρακολουθήσεις επικοινωνιών του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη, έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης αξιολογεί χαμηλά το θέμα των παρακολουθήσεων, όταν οι πολίτες απαντούν στην ερώτηση σχετικά με τις ανησυχίες τους και τις προτεραιότητές τους.
Και είναι λογικό. Οι πολίτες έχουν πρωτίστως αγωνίες για την ακρίβεια, το κόστος της ενέργειας, τα ελληνοτουρκικά, και μετά για την εγκληματικότητα και τις παρακολουθήσεις ή άλλα θέματα. Η αποτύπωση των δημοσκοπήσεων σε σχέση με τις προτεραιότητες των πολιτών και τις αξιολογήσεις τους για τις παρακολουθήσεις σχηματίζει σε πολλούς –κυβερνητικούς παράγοντες και όχι μόνον– την εντύπωση πως οι παρακολουθήσεις «περνάνε στο ντούκου».
Οτι δηλαδή δεν ενδιαφέρει το θέμα, δεν αφήνει πολιτικό αποτύπωμα, οπότε όλα «ΟΚ». Δεν έγινε και τίποτα!
Οι εντυπώσεις αυτές ωστόσο δεν αποδίδουν πλήρως την κοινωνική πραγματικότητα, ούτε αποτυπώνουν με ακρίβεια τις συνέπειες που προκαλούνται από τέτοιου είδους δραστηριότητες, ακόμα και αν αυτές προέρχονται, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, από κύκλους που δεν την αφορούν.
Οι πολίτες είναι λογικό στο σύνολο των προβλημάτων της καθημερινότητάς τους, αλλά και στη σημασία που έχουν εκ των πραγμάτων τα εθνικά θέματα, να κατατάσσουν τις παρακολουθήσεις σε χαμηλή βαθμίδα αξιολόγησης προτεραιοτήτων.
Ωστόσο, το πολιτικό αποτύπωμα που εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις για τις παρακολουθήσεις με το θεσμικό αποτύπωμα για τις συνέπειές τους δεν μπορεί να συγχέεται.
Αλλο το ένα κι άλλο το άλλο.
Οι παραβιάσεις στον σκληρό πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων οποιουδήποτε πολίτη, απ’ όπου κι αν προέρχονται, είναι μείζονος σημασίας γεγονός. Οχι μόνο για τα ίδια τα ατομικά δικαιώματα, η προστασία των οποίων θεωρείται αυτονόητη σε ώριμες δημοκρατίες σαν τη δική μας, αλλά και για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο δεν επιτρέπεται να παρουσιάζει ρωγμές σε βασικούς πυλώνες του. Και ως εκ τούτου η θεσμική θωράκιση των δικαιωμάτων του συνόλου των πολιτών που προστατεύεται από τη συνταγματική μας τάξη και το ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο δεν επιτρέπει παραθυράκια θεσμικής παρανομίας.
Από την άλλη, η θεσμική ευρωπαϊκή τάξη, με την έννοια της εφαρμογής των κανόνων δικαίου, αντιμετωπίζει με απέχθεια πρακτικές παρακολουθήσεων και παραβιάσεων ατομικών δικαιωμάτων, και είναι λογικό. Σε όλα αυτά η δοκιμασία που επιφυλάσσουν πρακτικές παρακολουθήσεων στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν θέλει και πολλή συζήτηση.
Μετά ταύτα, άλλο οι δημοσκοπήσεις κι άλλο τα θεσμικά τραύματα που για να επουλωθούν απαιτούν πέραν των νομοθετικών αλλαγών που ήδη έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση και αλλαγές σε άλλα επίπεδα, πολιτικά και όχι μόνον.