Αυτή την εβδομάδα σε επιλεγμένους κινηματογράφους σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας (στην Αθήνα στο “Δαναό”) προβάλλεται το ντοκιμαντέρ “Τέλος Χρόνου” του Λουκά Παλαιοκρασσά, μια ταινία που καταγράφει τη ζωή και την εμπειρία των παιδιών σε ένα Γενικό Λύκειο της Αθήνας κατά τη διάρκεια της (ασυνήθιστης, ιδιαίτερης) σχολικής χρονιάς 2019-2020. Ο σκηνοθέτης, με τη συνεργασία του διευθυντή του σχολείου και την άδεια του Υπουργείου, μπήκε με την κάμερά του στις τάξεις, στα διαλείμματα και στα μαθήματα, καταγράφοντας σκηνές που ποτέ δεν βλέπουν όσοι είναι εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αργότερα, έχοντας κερδίσει και την εμπιστοσύνη των παιδιών, μπαίνει και μέσα στην κατάληψη. Γιατί, φυσικά, κάποια στιγμή στην αρχή της χρονιάς, τα παιδιά κάνουν κατάληψη του σχολείου -στη συγκεκριμένη περίπτωση για να διαμαρτυρηθούν για την αποβολή συμμαθητών τους επειδή κάποιος έριξε σπρέι πιπεριού μέσα σε μια τάξη. Ένας νεαρός μαθητής ξεναγεί τους θεατές στο κατηλειμμένο σχολείο, με τα αναποδογυρισμένα θρανία και τις καρέκλες στοιβαγμένες στα παράθυρα. “Εδώ είναι τα γραφεία του διευθυντή και των καθηγητών, δεν τα πειράζουμε” λέει ο μικρός. “Δεν έχουμε κάνει ζημιές”. Πράγμα που, από ό,τι αποδεικνύεται παρακάτω από ένα βιντεάκι που μαθητές ανέβασαν στο TikTok, δεν ήταν αλήθεια. “Το σχολείο ήταν μια κόλαση που τη μετατρέψαμε σε παράδεισο”, λέει ο πιτσιρίκος, ένας από αυτούς που αποβλήθηκαν, ο συγκεκριμένος επειδή έβρισε χυδαία το διευθυντή όταν του ζητήθηκαν εξηγήσεις για το σπρέι.
Η κατάληψη, βεβαίως, δεν ήταν το σημαντικότερο γεγονός εκείνης της συγκεκριμένης σχολικής χρονιάς. Ο σκηνοθέτης ακολούθησε τους μαθητές στα σπίτια τους όταν έκαναν τηλεκπαίδευση, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Τους ακολούθησε μέχρι τις πανελλήνιες, καταγράφοντας μέσα από την καθημερινότητά τους τις προκλήσεις, την παραβατικότητα, την απόγνωση, τη μοναξιά της νεότητας και τη δύσκολη μετάβαση στην ενηλικίωση, για την οποία καμια και κανείς τους (και κανείς μας, ποτέ) δεν είναι προετοιμασμένες και προετοιμασμένοι. Μέσα από τις ιστορίες τους χαρτογράφησε ένα περιβάλλον ζοφερό.
Ο εκπρόσωπος της UNICEF στη χώρα μας είχε δηλώσει πρόσφατα «η Ελλάδα μπορεί να ισχυριστεί πως είναι η χειρότερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση για να είσαι παιδί». Σε όλους τους δείκτες που αφορούν τα παιδιά για θέματα όπως η παιδική παχυσαρκία, η σωματική και η ψυχική υγεία, η διατροφή και η φτώχεια, είμαστε είτε στις τελευταίες θέσεις, είτε τελευταίοι. Στην μεγάλη εκπαιδευτική έρευνα PISA του ΟΟΣΑ τα δικά μας 15χρονα και 16χρονα παίρνουν βαθμό σταθερά κάτω από το μέσο όρο όλων των χωρών, σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα που εξετάζονται, από το 2000 και μετά. Στην έρευνα του 2015, 1 στα 5 παιδιά από την Ελλάδα κατατάσσονταν στην κατώτατη βαθμίδα και στα τρία γνωστικά αντικείμενα (φυσικές επιστήμες, μαθηματικά και κατανόηση κειμένου). Στην έρευνα του 2018, μόνο 6,2% των Ελλήνων μαθητών κατατάσσονταν στην ανώτατη βαθμίδα σε έστω και ένα από τα γνωστικά αντικείμενα. Οι αντίστοιχοι στην Πορτογαλία ήταν υπερδιπλάσιοι, στην Εσθονία τετραπλάσιοι και στη Σιγκαπούρη εφταπλάσιοι. Από ό,τι αποδεικνύεται, σήμερα ο μέσος 15χρονος Έλληνας μαθητής έχει περίπου τις γνώσεις και τις ικανότητες του μέσου 12χρονου μαθητή από τη Σιγκαπούρη ή το Πεκίνο.
Γιατί είμαστε τόσο πίσω; Η ταινία, χωρίς διδακτισμό ή ατζέντα, υποδεικνύει κάποια από τα συμπτώματα του προβλήματος. Τα αίτια είναι υπερβολικά πολλά και αλληλένδετα. Το σχολείο είναι βρώμικο και άσχημο. Τα παιδιά δεν μαθαίνουν. Η ανοχή στην παραβατικότητα και η περιφρόνηση για το δημόσιο χώρο είναι καθολική και οριζόντια (στην κοινωνία, όχι μόνο στο σχολείο). Οι καθηγητές είναι είτε αδιάφοροι και ανίκανοι οι ίδιοι, είτε φιλότιμοι μα εξουθενωμένοι, κακοπληρωμένοι και απελπισμένοι. Το σύστημα των πανελληνίων, η βιομηχανία των φροντιστηρίων, τα προβλήματα στα σπίτια, η στρεβλή κουλτούρα και η ανεπαρκής καθοδήγηση και στήριξη από το οικογενειακό περιβάλλον, παθολογικές νοοτροπίες στα μυαλά γονέων, το συνδικαλιστικό κατεστημένο, ιδεολογικές εμμονές, οι αδυναμίες του κράτους, όλα φταίνε ταυτόχρονα και διαχρονικά. Όταν κάποιος κάθεται και ψάχνει πώς λειτουργεί το κάθε γρανάζι του συστήματος, ποιες είναι οι δυναμικές που επηρεάζουν τη μία ή την άλλη πτυχή του προβλήματος προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση (και είχα την ευκαιρία να το κάνω για κάποιες από τις πτυχές του προβλήματος τα τελευταία χρόνια) καταλήγει αναπόφευκτα στην απελπισία. Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Είναι πάρα πολλά τα συμφέροντα που αντιμάχονται τις αλλαγές, είναι ουτοπικές οι επικλήσεις σε μαγικές και ρηξικέλευθες λύσεις.
Βεβαίως, βήματα γίνονται. Πρόοδος υπάρχει. Δεν μένουν όλα ίδια. Ένα παράδειγμα που μου αρέσει να επαναλαμβάνω: μια από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις που πέρασαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας χωρίς να της δώσει κανείς την πρέπουσα σημασία, ήταν το ότι έγινε υποχρεωτική η εισαγωγή των παιδιών στο προνήπιο -κάτι που θα έχει τεράστιες ευεργετικές συνέπειες στη ζωή των παιδιών και στη μελλοντική εκπαιδευτική τους (και όχι μόνο) εξέλιξη. Στην ταινία η κατάληψη τελικά λήγει επειδή οι μαθητές της τρίτης λυκείου δεν θέλουν να χάσουν την πενταήμερη -τα ίδια και τα ίδια εδώ και δεκαετίες, δηλαδή, από τότε που ήμουν εγώ μαθητής, και κάναμε κατάληψη κατά του νόμου Κοντογιαννόπουλου. Αλλά στην ταινία κάποια παιδιά δηλώνουν ότι έχουν απευθυνθεί σε ειδικούς για να αντιμετωπίσουν προβλήματα ψυχικής υγείας, πράγμα αδιανόητο τις εποχές τις δικές μας. Η Σοφία, ένα φωτεινό πλάσμα που είναι και ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, κάνει ψυχοθεραπεία και έχει το λεξιλόγιο, την ευφράδεια και την αυτογνωσία για να εξηγήσει στην κάμερα την πρόκληση του να είσαι νέος στην Αθήνα σήμερα, εργαλεία που αμέτρητες προηγούμενες γενιές δεν είχαν τρόπους να αποκτήσουν -δεν φαντάζονταν καν ότι υπάρχουν.
Παρ’ όλα αυτά, η επίγευση αυτής της πρωτοφανούς εικόνας στη σχολική ζωή των σημερινών μαθητών είναι πικρή. Όποτε βλέπεις από κοντά τις ζωές παιδιών, αυτό που σε τυφλώνει είναι η προοπτική, οι απεριόριστες δυνατότητες που περιέχονται σε καθένα από αυτά, ακόμα και στα πιο “δύσκολα”, ακόμα και σε αυτά που μοιάζουν χαμένα. Και σκίζεται η καρδιά σου όταν αναρωτιέσαι τι θα γίνονταν αν μεγάλωναν σε λίγο καλύτερο περιβάλλον, με λίγη περισσότερη ηρεμία και ομορφιά γύρω τους, με λίγη περισσότερη σταθερότητα στο σπίτι τους, με περισσότερη άνεση, με ευκολότερη πρόσβαση σε νέες παραστάσεις και διαφορετικές εμπειρίες, με καλύτερα πρότυπα, με περισσότερα εφόδια, με λιγότερα εμπόδια. Τα βλέπεις και θυμώνεις και σκέφτεσαι: τι κρίμα. Τι πλάσματα, τι δυναμικό, τι θησαυρός, που πάει χαμένος.