Το Ρωσικό Κόμμα και η ταυτότητα των Ελλήνων

Το Ρωσικό Κόμμα και η ταυτότητα των Ελλήνων

4' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο διαχωρισμός των Ελλήνων σε ρωσόφιλους, αγγλόφιλους ή γαλλόφιλους είχε αρχίσει πολύ πριν από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Από την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης και των Ναπολεόντειων πολέμων, ξένοι πράκτορες και πρόξενοι, έχοντας διαμορφώσει διαφόρων ειδών δικτυώσεις στις οθωμανικές – ελληνικές επαρχίες, παρακινούσαν τους κατοίκους σε εξέγερση υποσχόμενοι συμπαράσταση. Ετσι, οι Ελληνες είχαν αρχίσει να διαχωρίζονται ανάλογα με τη Δύναμη, την επέμβαση της οποίας ευνοούσαν ή προσδοκούσαν περισσότερο. Οι προεστοί της Πελοποννήσου π.χ. προσέβλεπαν στη βοήθεια της Ρωσίας, έχοντας όμως εναποθέσει μέρος των ελπίδων τους και στη Γαλλία.

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης αναπτύχθηκαν ξένα δίκτυα, γνωστά ως «μηχανορραφίες», που δρούσαν με στόχο να προωθήσουν πρόσωπα που θα μπορούσαν να τεθούν επικεφαλής του ελληνικού κράτους. Η προώθηση του Ιωάννη Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδας –την ίδια στιγμή που η Γαλλία προωθούσε τον δούκα του Νεμούρ και η Αγγλία τον Λεοπόλδο του Σαξ Κόμπουργκ– υποστηριζόταν από φιλέλληνες εγκατεστημένους στην Ευρώπη και Επτανήσιους, ενώ το 1825 ο Κολοκοτρώνης και άλλοι αγωνιστές υπέγραφαν αίτηση με την οποία προσφερόταν υποταγή στη Ρωσία.

Μετά την αδυναμία των επαναστατών να αντιμετωπίσουν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, οι κυρίαρχες φατρίες Μαυροκορδάτου, Κωλέττη και Κολοκοτρώνη, που είχαν εν τω μεταξύ δημιουργηθεί στην επαναστατημένη Ελλάδα, θα αποτελέσουν τον πυρήνα των τριών σταθερών κομμάτων: του Αγγλικού, Γαλλικού και Ρωσικού, αντίστοιχα, τα οποία ωστόσο, σύμφωνα με τον Μάρκο Ρενιέρη, ήταν μόνο δύο: το «ανατολικό» και το «δυτικό». Το Ρωσικό Κόμμα συγκροτήθηκε πιο εύκολα από τα άλλα δύο σε ισχυρή ομάδα· η κοινή ορθόδοξη πίστη με τους Ρώσους, καθώς και η δράση των Ρώσων πρακτόρων στα προεπαναστατικά χρόνια είχαν συμβάλει καθοριστικά στον φιλορωσισμό των Ελλήνων. Εξάλλου η δημιουργία της Επτανήσου Πολιτείας (1800-1807) και η μετριοπαθής συνταγματική διακυβέρνηση που εισήγαγε η ρωσική κατοχή στα Επτάνησα είχαν κάνει τη Ρωσία, σε σύγκριση με την αγγλική «τυραννία» που την ακολούθησε, πολύ συμπαθή σε μεγάλη μερίδα Ελλήνων.

Η καποδιστριακή διακυβέρνηση έπαιξε σημαντικό ρόλο ώστε το Ρωσικό κόμμα να αποκτήσει εθνική εμβέλεια, συνοχή και σαφείς θέσεις. Αντιστεκόμενο στην «ξενόφερτη» βαυαρική διοίκηση και εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά του για τον καθολικό βασιλιά Οθωνα, διατήρησε την ισχύ του και την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας. Θεωρώντας θεμέλιο της κοινωνίας τη θρησκεία και την ανατολική παράδοση, απέρριπτε τον κοσμοπολιτισμό, τη δυτική παιδεία και τις ιδέες του Διαφωτισμού, στοιχεία που χαρακτήριζαν τα «δυτικά» κόμματα, τα οποία ήταν επηρεασμένα και από τον ευρωπαϊκό φιλελεύθερο αντιρωσισμό.

Στις βαθιές πολιτικές διαιρέσεις που ακολούθησαν τον Κριμαϊκό Πόλεμο έως πολύ αργότερα, το πνεύμα της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε «ανατολικούς» και «δυτικούς» διατηρήθηκε σχεδόν αλώβητο.

Ως προς το εκκλησιαστικό ζήτημα, το οποίο αντανακλούσε την κατεξοχήν ιδεολογική σύγκρουση και το βαθύτατο δίλημμα που κυριαρχούσε στην ελληνική κοινωνία για τον προσανατολισμό του κράτους προς την Ανατολή ή τη Δύση, την παράδοση ή τη νεωτερικότητα, το Ρωσικό Κόμμα παρέμεινε σταθερό στη θέση του εναντίον του Αυτοκεφάλου. Κρίνοντας την Εκκλησία της Ελλάδος «σχισματική», διακήρυσσε ότι η ανεξάρτητη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Εκκλησία σήμαινε την αποκοπή του νεαρού βασιλείου από τις εθνικές του ρίζες και την αποδυνάμωση των Ελλήνων από το κυριότερο στοιχείο του «εθνισμού» τους, την ορθοδοξία.

Ο Κριμαϊκός Πόλεμος που ξέσπασε το 1853 ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν η επιβεβαίωση των φόβων του Ρωσικού κόμματος. Η συμμαχία της Αγγλίας και της Γαλλίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον της Ρωσίας και η απροσχημάτιστη επέμβαση των κανονιοφόρων τους στον Πειραιά, έδωσαν την ευκαιρία στους ρωσόφιλους να εκδηλώσουν τη δυσαρέσκεια και την οργή τους απέναντι στις «προστάτιδες» δυτικοευρωπαϊκές Δυνάμεις, ενώ εκείνη ακριβώς την περίοδο πολλοί δυτικότροποι Ελληνες στράφηκαν προς τη Ρωσία. Παράλληλα ο χριστιανισμός, το σημαντικότερο ενοποιητικό στοιχείο του «πολιτισμένου» κόσμου, θα εξελιχθεί στο κυρίαρχο επιχείρημα υπέρ της Ρωσίας και εναντίον της χριστιανικής Δυτικής Ευρώπης, που προτίμησε την ημισέληνο και το κοράνι έναντι του σταυρού και του ευαγγελίου. Η ρωσόφιλη πλευρά, που εκφραζόταν μέσα από την εφημερίδα «Αιών», κάνοντας αναφορές στην τέταρτη Σταυροφορία, θεωρούσε τον πόλεμο ως ρήξη της ορθόδοξης Ανατολής με τους «καταραμένους Λατίνους» και προέβαλε σταθερά την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως την ενδεδειγμένη λύση του Ανατολικού Ζητήματος, ενώ, συγκρίνοντας τον τσάρο με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, καλούσε τους Ελληνες να τον ακολουθήσουν για να ανακτήσουν την Κωνσταντινούπολη.

Υστερα από τη διάλυση των τριών «ξενικών» κομμάτων στο τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου, το 1856, η θέση της Ρωσίας για τη λύση του Ανατολικού Ζητήματος υπέρ των «αδελφών Σλάβων», τα συμφέροντα των οποίων συγκρούονταν με αυτά των Ελλήνων, προκάλεσε, όχι μόνο διλήμματα στην ελληνική εξωτερική πολιτική, αλλά και αμηχανία στους ρωσόφιλους Ελληνες. Στις βαθιές πολιτικές διαιρέσεις που ακολούθησαν έως πολύ αργότερα, το πνεύμα της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε «ανατολικούς» και «δυτικούς» διατηρήθηκε σχεδόν αλώβητο. Σταθερή πάντως εξακολουθούσε να είναι η προσήλωση της μιας πλευράς των Ελλήνων στη «φωτισμένη Ευρώπη». Το άλλο στρατόπεδο παρέμεινε ακλόνητο στην απόρριψή της· ξεκινώντας από τη Ρωσία, τον ομόδοξο θεματοφύλακα της ανατολικής του ταυτότητας, εύρισκε πάντα ερείσματα στον εκάστοτε αντίπαλο του «δυτικού πνεύματος».

* Η κ. Λίνα Λούβη είναι καθηγήτρια Νεώτερης Ιστορίας του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή