Πώς διαχειριζόμαστε το μεταναστευτικό;

Πώς διαχειριζόμαστε το μεταναστευτικό;

2' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από δώδεκα χρόνια, προτού ξεσπάσει η μεγάλη προσφυγική κρίση του 2015, μοιραζόμουν από αυτές εδώ τις σελίδες κάποιες σκέψεις για τη φύση του μεταναστευτικού («Ευλογία ή κατάρα;», 20 Φεβρουαρίου 2011). Υπογράμμιζα τότε πως κυριαρχούν χαρακτηριστικά όπως η προχειρότητα, τα αμυντικά αντανακλαστικά και η περιορισμένη έγνοια για το μέλλον. Ελάχιστα έχουν αλλάξει έκτοτε. Το κείμενο αυτό θα μπορούσε να αναδημοσιευθεί αυτούσιο σήμερα.

Το μεταναστευτικό είναι ένα πρόβλημα που μας ξεπερνάει, όπως και ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο άλλωστε. Αυτό, ωστόσο, δεν μας απαλλάσσει από την ευθύνη μιας ορθής διαχείρισής του. Το αντίθετο. Πώς όμως θα μπορούσαμε να περιγράψουμε μια τέτοια διαχείριση; Θα ξεκινήσω επιχειρώντας το αντίστροφο, περιγράφοντας δηλαδή κάποια χαρακτηριστικά της κακής διαχείρισης. Αυτή βασίζεται στην απόλυτη σχεδόν ταύτιση του μεταναστευτικού με το πρόβλημα των προσφύγων και των παράτυπων, παράνομων ή λαθραίων μεταναστών (ο επιθετικός προσδιορισμός δεν κάνει καμία διαφορά) – δηλαδή, με τις λεγόμενες «μεταναστευτικές ροές», τους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που μετακινούνται προς αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας, εξαιτίας πολέμων και φυσικών καταστροφών ή απλώς επειδή οι ευκαιρίες στον τόπο τους είναι ανύπαρκτες. Η ταύτιση αυτή έχει ως αποτέλεσμα το πρόβλημα να γίνεται αντιληπτό είτε με όρους ανθρωπίνων δικαιωμάτων είτε με όρους εθνικής άμυνας. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό έχει αρνητικές συνέπειες.

Από τη μία, η ταύτιση αυτή οδηγεί στη συστηματική υποβάθμιση της προσπάθειας ένταξης των ανθρώπων που τελικά παραμένουν στη χώρα μας. Ουσιαστικά κάνουμε ελάχιστα γι’ αυτό, παρά την τακτική παραγωγή μεγαλόσχημων σχεδίων που αποκαλούμε «Εθνικές στρατηγικές για την ένταξη». Η ιστορία τους είναι χαρακτηριστική. Η πρώτη «Εθνική στρατηγική για την ένταξη των πολιτών τρίτων χωρών, 2012-2015» διατυπώθηκε από το υπουργείο Εσωτερικών το 2013. Ακολούθησε μια νέα εκδοχή που κατατέθηκε τον Ιούλιο 2019. Πρόσφατα, τον Ιανουάριο 2022, ανακοινώθηκε ακόμη μία νέα εθνική στρατηγική. Η ανάλυση των κειμένων αυτών (Μπουρούτης, 2022) αναδεικνύει μια ακατάσχετη θεωρητικολογία και αοριστία. Δεν προβλέπεται στα σχέδια αυτά ούτε χρονοδιάγραμμα υλοποίησης ούτε πλαίσιο χρηματοδότησης. Πιλοτικά προγράμματα που υποτίθεται πως θα εφάρμοζαν δήμοι δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, δεν προχώρησε η προβλεπόμενη αναθεώρηση του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ενταξης, δεν δημιουργήθηκε βάση δεδομένων για την καταγραφή του πληθυσμού αυτού, δεν διενεργείται συστηματική καταγραφή ενεργειών και σύγκριση με τους στόχους που έχουν τεθεί, ενώ η απορρόφηση των πόρων που διατίθενται από την Ε.Ε. παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ο νόμος 4735/2020 για την πολιτογράφηση και απόδοση ιθαγένειας σε αλλοδαπούς καταγράφεται στις θετικές εξελίξεις, αλλά η εφαρμογή του υπόκειται στις γνωστές γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες και καθυστερήσεις. Με λίγα λόγια, πράττουμε τα ελάχιστα για την κοινωνική ένταξη των μεταναστών – και κινδυνεύουμε να το βρούμε μπροστά μας στο μέλλον.

Από την άλλη, η ταύτιση του μεταναστευτικού με τη διαχείριση των ροών έχει ουσιαστικά αποκλείσει κάθε σκέψη και σχέδιο για την οξεία πλέον εθνική ανάγκη προσέλκυσης μεταναστών με οργανωμένο και στοχευμένο τρόπο. Οπως είναι γνωστό, τα δημογραφικά μας δεδομένα υπονομεύουν κάθε μελλοντική προοπτική οικονομικής ανάπτυξης. Η ανάγκη μιας δημόσιας πολιτικής που θα επιχειρεί, συστηματικά και δυναμικά, να προσελκύσει τόσο βασικό εργατικό δυναμικό όσο και ανθρώπους με υψηλότερες δεξιότητες είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ. Μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να απευθυνθεί είτε σε πληθυσμούς με πολιτιστικό προφίλ που καθιστά την ένταξη τους στην ελληνική κοινωνία ευκολότερη (π.χ. χριστιανοί της Αιγύπτου, του Λιβάνου ή της Αιθιοπίας) είτε σε δυναμικό υψηλών επαγγελματικών δεξιοτήτων που παραμένει αποκλεισμένο από πιο ανεπτυγμένες οικονομίες ή ενδεχομένως βρίσκει την Ελλάδα πιο κοντά στον τρόπο ζωής τους. Οσο καθυστερούμε στα δύο αυτά μέτωπα, δηλαδή στην ένταξη και στη στοχευμένη προσέλκυση, τόσο θα υπονομεύουμε ουσιαστικά το μέλλον της χώρας. Κάτι τέτοιο, όμως, προϋποθέτει να αλλάξουμε συνολικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το μεταναστευτικό.

Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή