Θεσμικές παρεμβάσεις στα δημόσια μουσεία

Θεσμικές παρεμβάσεις στα δημόσια μουσεία

4' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα αρχαιολογικά μουσεία συστήθηκαν ως μονάδες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, του ενιαίου οργανισμού έρευνας, μελέτης και διαχείρισης των υλικών καταλοίπων. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία, τέκνο του εξελικτισμού και του ιστορισμού, των ρευμάτων της Νεωτερικότητας του 19ου αιώνα, με την ίδρυση του ελληνικού κράτους απέκτησε πανίσχυρο θεσμικό πλαίσιο, για να υπηρετήσει το τελεολογικό σχέδιο της εθνικής χειραφέτησης. Αντλώντας κύρος από τη συμβολή της στη συγκρότηση και επέκταση του εθνικού κράτους, η Αρχαιολογική Υπηρεσία επιβίωσε ως θεσμός, στον οποίο οι διαχρονικές κακοδαιμονίες της ελληνικής κρατικής μηχανής, όπως η ευνοιοκρατία και ο κομματισμός, παραμένουν περιθωριακά φαινόμενα.

Σε μια ελληνική δημόσια διοίκηση ευνουχισμένη, στην οποία οι πολιτικές ιεραρχίες, αντί επιτελικής διοίκησης, αναλίσκονταν διαχρονικά σε παρεμβατικό micromanagement, η Αρχαιολογική Υπηρεσία αξιοποιώντας τη θεσμική της θωράκιση, δημιούργησε μια όαση διαφάνειας, αριστείας και αξιοκρατίας, αδιανόητη για την πλειονότητα των δημόσιων φορέων.

Το ευτυχές αποτέλεσμα αυτής της παραδοξότητας ήταν η διαχείριση της ελλαδικής αρχαιολογικής κληρονομιάς να καταστεί υπόδειγμα παγκοσμίως. Οι έρευνες, οι αναστηλώσεις, το θεσμικό πλαίσιο και οι μουσειακές εκθέσεις πρωτοπορούν σε διεθνές επίπεδο, επίδοση δυσθεώρητη για άλλους τομείς της ελληνικής κρατικής διοίκησης.

Εκτός από τη θεμελιακή συμβολή της στη συγκρότηση του έθνους – κράτους, ως ετερογονία των σκοπών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας θα πρέπει να προσγραφεί και η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας. Αυτή βασίζεται στον τουρισμό, βασικοί πόροι του οποίου είναι τα μουσεία, τα μνημεία και το ελληνικό φυσικό και ανθρωπογενές τοπίο, το οποίο, όπου έχει διασωθεί, οφείλεται στην προστασία του από την Υπηρεσία, ως περιβάλλον των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων.

Ωστόσο, ακόμη κι ένα επιτυχημένο σύστημα για να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες χρειάζεται αναπροσαρμογές. Τα μουσεία, εκτός από ερευνητικοί φορείς, είναι εργαστήρια όπου η αρχαιολογική πληροφορία μετουσιώνεται σε εμπράγματη γνώση για την κοινότητα. Η σχέση είναι αμφίδρομη και παραγωγική και ο αρχαιολόγος εισπράττει τις ανάγκες του κοινού και διαμεσολαβεί ώστε το αξιακό περιεχόμενο του εκθέματος να είναι πολλαπλά αξιοποιήσιμο από τον επισκέπτη.

H προσαρμογή αυτών των εστιών Δημόσιας Αρχαιολογίας στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινότητας, υλοποιείται μέσα από την καθημερινή δράση του προσωπικού των μουσείων. Θεσμικές παρεμβάσεις απαιτούνται όταν διαγιγνώσκεται δομική δυσαρμονία στην αλληλεπίδραση των δύο πόλων.

Το τρέχον επιστημολογικό παράδειγμα στις ιστορικές επιστήμες υπαγορεύεται από τις μεταβαλλόμενες μνημονικές προτεραιότητες του συλλογικού υποκειμένου. Ο δυναμικός τρόπος της πρόσληψης του χθες επιδρά καταλυτικά στη Δημόσια Αρχαιολογία. Το ριπίδιο των πολλαπλών αναγνώσεων του παρελθόντος έχει υποκαταστήσει την ετερόνομη μονοσήμαντη ερμηνεία του. Στη νέα συνθήκη, ο επισκέπτης αναζητά αδιαμεσολάβητη εμπειρία, μέσω της οποίας αντλεί απόλαυση από τις άυλες αξίες του μνημείου, εγγράφοντάς το στην ατομική του μνήμη.

Η μετανεωτερική απόλαυση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως βιωμένης εμπειρίας ενσωματώνεται στο ανταγωνιστικό πεδίο της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας όπου υπεισέρχονται ως καθοριστικά τα οικονομικά κριτήρια στη λειτουργία των μουσείων. Ενδεικτικές οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την εντυπωσιακά μονοδιάστατη προσέγγιση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως οικονομικού μεγέθους.

Στις υπηρεσίες εξυπηρέτησης κοινού χρειάζεται ευελιξία, αποκέντρωση και ενεργότερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα με διαφάνεια.

Τα δημόσια μουσεία προσαρμόζονται στην πολυεπίπεδη και δυναμική σχέση με το κοινό, υπερβαίνοντας φαινόμενα αυτάρκειας και αυτοαναφορικότητας. Θεσμικοί αναχρονισμοί, ωστόσο, δημιουργούν εμπόδια στην οργανική ώσμωση του μουσείου με την κοινότητα. Καθώς η Δημόσια Αρχαιολογία είναι πεδίο αμφίδρομης ανατροφοδότησης, η συμπεριληπτικότητα και η καλλιέργεια πολλαπλών δεσμών με το κοινό απαιτεί στοχευμένες θεσμικές παρεμβάσεις, όπως:

1. Οργανική σύνδεση με την κοινότητα που έχει αντιληφθεί την αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς για την υλική και άυλη ευημερία της μέσω θέσμισης λειτουργικότερων συνεργειών με την κοινωνία των πολιτών, τις συλλογικότητες και την τοπική αυτοδιοίκηση, με διαδικασίες ταχύτερες, αμεσότερες και αποκεντρωμένες.

2. Συρρίκνωση του γραφειοκρατικού αποτυπώματος με αποσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων προς τις μουσειακές μονάδες στους μηχανισμούς προβολής και διαφήμισης, σχεδιασμού πωλητέων, άμεσης απόδοσης τμήματος των ίδιων εσόδων για την κάλυψη ζωτικών λειτουργικών αναγκών κ.λπ., στο πλαίσιο της εθνικής μουσειακής πολιτικής, η οποία θα χαράσσεται επιτελικά από το υπουργείο.

3. Η χορηγία ως θεσμός δεν είναι απλώς μια πηγή χρηματοδότησης. Είναι εργαλείο που σφυρηλατεί σχέσεις με την κοινότητα, καθώς λειτουργεί ως κίνητρο ώστε οι επαγγελματίες του μουσείου να διερευνούν διαρκώς τα desiderata του κοινού. Είναι κρίσιμο ο χορηγός να μπορεί να συνδεθεί πρωτογενώς με τον χορηγούμενο, χωρίς παρεμβολή χορηγοκτόνων γραφειοκρατικών μηχανισμών και τα χορηγικά εργαλεία να διευκολύνονται με κίνητρα, διαφάνεια και αποκεντρωμένες διαδικασίες.

4. Υπηρεσίες εξυπηρέτησης κοινού. Η διευκόλυνση της πρόσβασης μέσω του ηλεκτρονικού εισιτηρίου, κυρίως όμως τα πωλητέα, τα πωλητήρια και τα καφέ είναι βασικά εργαλεία, όχι μόνο για τη δυνατότητα εκθετικής αύξησης των εσόδων, όσο και κυρίως για την οικείωση του μουσείου και την ένταξή του στην καθημερινότητα του πολίτη. Εως τώρα η κεντρική διαχείρισή τους από το ΤΑΠ (ΝΠΔΔ) ή τον ΟΠΕΠ (Α.Ε.), είχε αξιοθρήνητα αποτελέσματα, καθώς η απαράδεκτη εικόνα των τριτοκοσμικών αναψυκτηρίων και των, γυμνών από προϊόντα, πωλητηρίων υπονόμευε τις σπουδαίες εκθεσιακές παραγωγές των μουσείων. Ευελιξία, αποκέντρωση και ενεργότερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα με διαφάνεια είναι κρίσιμες παράμετροι ενός νέου θεσμικού πλαισίου στις υπηρεσίες κοινού.

5. Επένδυση στο κεκτημένο της αριστείας και της αξιοκρατίας, με τη διοίκηση των μουσειακών μονάδων να εξακολουθήσει να ασκείται αποκλειστικά από υψηλής εξειδίκευσης και εμπειρίας επιστημονικό προσωπικό.

Οι αναγκαίες στοχευμένες θεσμικές προσαρμογές για τη βελτίωση της απόδοσης των, κατά τεκμήριο επιτυχημένων, δημόσιων μουσείων οφείλουν να εδράζονται στο κεκτημένο των βέλτιστων πρακτικών τους και να έχουν ολιστικό χαρακτήρα για την Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Ο κ. Δημήτρης Αθανασούλης είναι έφορος Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή