Ο Σόλων και η άρνηση της απόλυτης εξουσίας

Ο Σόλων και η άρνηση της απόλυτης εξουσίας

5' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μια φορά κι έναν καιρό, στον χρόνο της ιστορίας πάντως και όχι του μύθου, και συγκεκριμένα στα εισόδια του 6ου αιώνα π.Χ., ο Επιμενίδης ο Κρης εξαγνίζει την Αθήνα από το κυλώνειον άγος, με εξιλασμούς και καθαρμούς. Του πρόσφεραν χρήματα πολλά και τιμές μεγάλες οι Αθηναίοι, ιστορεί ο Πλούταρχος στον Βίο του Σόλωνα, αυτός όμως ζήτησε σαν αμοιβή μόνο ένα κλαδί της ιερής ελιάς. Η πόλη εντούτοις, παρότι καθαρή πια, βρισκόταν σε άθλια οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Μεταφράζω τα κρίσιμα χωρία του πλουταρχικού κειμένου: «Οταν κόπασε η ταραχή για το κυλώνειο άγος, πήραν ξανά φωτιά οι παλιές διαμάχες για το πολίτευμα. Oι πολίτες χωρίστηκαν σε παρατάξεις, ανάλογα με το πού ζούσαν, σε ποια γεωγραφική ζώνη τής χώρας. Oι Διάκριοι, οι ορεινοί, ήταν οι φανατικοί δημοκράτες. Στους αντίποδές τους στάθηκαν οι Πεδινοί, ακραίοι ολιγαρχικοί. Oι τρίτοι, οι Παράλιοι, προτιμούσαν ένα μέσο και ανάμεικτο σύστημα. Eμπόδιζαν έτσι τις άλλες δύο μερίδες, ώστε να μην επικρατήσει καμιά τους. H ανισότητα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς είχε κορυφωθεί. Kαι φαινόταν ότι μόνο με τυραννικό καθεστώς θα στηνόταν η πόλη στα πόδια της και θα έπαυε η αναταραχή. Ολος ο λαός ήταν χρεωμένος στους πλούσιους. […] Aλλοι έβαζαν υποθήκη το ίδιο τους το σώμα, για να μπορέσουν να δανειστούν. Kαι καταντούσαν έτσι δούλοι των δανειστών τους, που τους πουλούσαν ακόμα και σε ξένες χώρες. Πολλοί στριμώχνονταν τόσο πολύ που αναγκάζονταν να πουλήσουν τα παιδιά τους, αφού κανένας νόμος δεν το απαγόρευε. Kι άλλοι έπαιρναν τον δρόμο της ξενιτιάς, για να γλιτώσουν από τη σκληρότητα των δανειστών».

Τουλάχιστον τα μισά από αυτά τα κακά δεν είναι ξένα στην ανθρωπότητα και σήμερα. Εντάξει, δεν βάζουμε υποθήκη το σώμα μας για να δανειoδοτηθούμε· βάζουμε τα χέρια μας, την εργατική μας δύναμη. Ούτε πουλάμε τα παιδιά μας, αν και αυτή η κίνηση της έσχατης απελπισίας δεν είναι άγνωστη σε κάποιες πάμπτωχες χώρες. Και τον ξενιτεμό τον γνωρίζουμε πάντως, προσωρινό ή μόνιμο, και την ουσιαστική σκλαβιά των καταχρεωμένων, που βασανίζονται από τράπεζες, φαντς και «εισπρακτικές εταιρείες», όπως κατ’ ευφημισμόν αποκαλούνται. Με την πολιτεία ασυγκίνητη, παρεκτός και πρόκειται να εξυπηρετήσει τους διαβόητους «στρατηγικούς κακοπληρωτές». Δηλαδή τους δανειολήπτες-προσώπατα (άλλα παρατσούκλια: «σημαίνοντες παράγοντες», «ευπατρίδες», «στυλοβάτες της κοινωνίας»), που μπορούν και παραμπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, αρνούνται όμως να το κάνουν, εμπιστευόμενοι τις πρόθυμες πολιτικές πλάτες.

Επιστροφή στην εν κρίσει αρχαία Αθήνα. Απελπισμένοι από την πορεία των πραγμάτων, «οι φρονιμότεροι Aθηναίοι», λέει ο Πλούταρχος, «παρακάλεσαν τον Σόλωνα να πάρει την εξουσία και να λύσει τις διαφορές. Εβλεπαν πως μονάχα αυτός δεν είχε παρανομήσει ποτέ. Επιπλέον, δεν συμμεριζόταν τις αδικίες των πλουσίων ούτε και τον βασάνιζαν οι ανάγκες των φτωχών. […] Ο Σόλων δίσταζε ν’ ανακατευτεί στην πολιτική. Φοβόταν τη φιλοχρηματία της μιας μερίδας, την περηφάνια της άλλης. Στο τέλος όμως ψηφίστηκε άρχοντας και συμφιλιωτής [διαλλακτής] και νομοθέτης [για το έτος 594/3]. Πρόθυμα τον δέχτηκαν όλοι. Oι πλούσιοι σαν εύπορο, και οι φτωχοί σαν τίμιο. Kτηματίες και ακτήμονες θυμούνταν έναν παλιό του λόγο, πως “η ισότητα δεν φέρνει διαμάχες”. Kαι ακριβώς την ισότητα προσδοκούσαν όλοι. Oι πλούσιοι κατά την αξία και την αρετή τους· οι φτωχοί κατά το μέτρο και τον αριθμό τους».

Πρόθυμα τον δέχτηκαν όλοι. Oι πλούσιοι σαν εύπορο, και οι φτωχοί σαν τίμιο.

Πρώτη πολιτική πράξη του Σόλωνα υπήρξε το «φιλανθρώπευμα» της περίφημης «σεισάχθειας», η οποία πάντως, κατά τον Αθηναίο ιστορικό Ανδροτίωνα, δεν ισοδυναμούσε με πλήρη διαγραφή των χρεών αλλά αποσκοπούσε στην ανακούφιση των φτωχών με τη μείωση των τόκων. Το νομοθετικό έργο του Σόλωνα αποτελεί την αφετηρία της πορείας που οδήγησε στην αθηναϊκή δημοκρατία. Ο συνετός ποιητής-πολιτικός επιχείρησε να οργανώσει μια «μέση πολιτεία», γεγονός που εξηγεί τον κατοπινό έπαινο του Αριστοτέλη. Και ο ίδιος, άλλωστε, στον κοινωνικό και πολιτικό χάρτη της πόλης του βρισκόταν στη μέση· σε ίση απόσταση από τις δύο κύριες κοινωνικές ομάδες και τις αντίστοιχες παρατάξεις. Ηταν πάντως απολύτως έτοιμος, πνευματικά και ψυχικά, να νικήσει τον σοβαρότερο πειρασμό που αντιμετωπίζει κάθε ηγέτης. Τον πειρασμό της απόλυτης εξουσίας, τα ενθουσιώδη θύματα του οποίου είναι αμέτρητα: όσοι δεν λογοδοτούν σε κανέναν, φαλκιδεύοντας τη δημοκρατία· όσοι γαντζώνονται στον θρονίσκο τους κι ας έχουν γίνει καταγέλαστοι (βλ. Τζόνσον)· όσοι ωθούν τους φανατικούς τους σε πραξικοπήματα (βλ. Τραμπ και Μπολσονάρου)· όσοι αλλάζουν ετσιθελικά το Σύνταγμα για να βολευτούν (βλ. Πούτιν).

«Kαι των δύο παρατάξεων οι αρχηγοί», λέει ο Πλούταρχος, «πλεύρισαν τον Σόλωνα για να τον πείσουν να πάρει την εξουσία στα χέρια του και να διοικήσει τολμηρά. Μέχρι και το αξίωμα του τυράννου τού πρόσφεραν. Aκόμα και ουδέτεροι πολίτες έβλεπαν πόσο δύσκολη ήταν η αλλαγή με τον νόμο και τη λογική. Γι’ αυτό και δεν είχαν αντιρρήσεις να έρθει στα πράγματα ένας μόνον άντρας, ο πιο μυαλωμένος βέβαια και ο πιο δίκαιος. Kαι είχε και τους φίλους του αποπάνω ο Σόλων που τον κακίζανε. Γιατί φρονούσαν πως δεν δέχτηκε τη μοναρχία από αντιπάθεια και μόνο για τ’ όνομά της, σάμπως δεν θα μπορούσε η αρετή τού άρχοντα να τη μετατρέψει σε νόμιμη βασιλεία. Ετσι δεν έγινε όταν οι Eυβοείς διάλεξαν τύραννό τους τον Tυννώνδα ή πάλι οι Mυτιληναίοι τον Πιττακό;»

Τα ίδια μαθαίνουμε και από τον Διογένη τον Λαέρτιο και τη δική του βιογραφία του Σόλωνα, σύντομη αυτή: «Του δη λοιπού προσείχον αυτώ ο δήμος και ηδέως και τυραννείσθαι ήθελον προς αυτού». Ολοι οι πολίτες, δηλαδή, είχαν στρέψει την προσοχή τους στον Σόλωνα και ευχαρίστως θα αποδέχονταν να τους κυβερνήσει ως τύραννος. Αλλά το μυαλό του νομοθέτη δεν άλλαζε με τίποτε. Το ξέκοψε λοιπόν στους φίλους του, λέγοντάς τους ότι η τυραννία είναι καλή θέση, δεν έχει όμως έξοδο. Και όπως το συνήθιζε, επιστράτευσε την ποιητική του δεξιοσύνη για να εξηγήσει τη στάση του και να την υπερασπίσει. Μεταφράζω τους πεντακάθαρους στίχους του: «Aν την πατρίδα μου λυπήθηκα, / αν τύραννος βίαιος, αμείλικτος δεν θέλησα να γίνω, / τη δόξα τη δική της ατιμάζοντας, λερώνοντάς τη, / διόλου δεν ντρέπομαι· γιατί θαρρώ πως μόνον έτσι / θα νικήσω όλους τους ανθρώπους».

Εκανε όμως και κάτι ακόμα ο Σόλων. Για να ειρωνευτεί όσους φαύλους τον περιγελούσαν που δεν δέχτηκε να γίνει τύραννος, μιλάει σε ποίημά του με τη φωνή ενός εξ αυτών: «Δεν ήταν βαθυστόχαστος ο Σόλων μήτε συνετός. / Πολλά τού τα ‘δινε ο θεός τα αγαθά μα δεν τα πήρε. / Δεν τράβηξε τ’ ολόγιομο το δίχτυ, γιατί τον νου / και την καρδιά μες στην πολλή χαρά του τα ‘χε χάσει. / Aχ, μια μέρα μόνο αφέντης της Aθήνας να γινόμουν, / σωρό τα πλούτη θ’ άρπαζα. Kι ας μου τη σβήναν τη γενιά, / κι ας μ’ έγδερναν, ασκί με το τομάρι μου να κάμουν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή