Θεόδωρος Ρουσόπουλος: Εξιλασμοί

Θεόδωρος Ρουσόπουλος: Εξιλασμοί

2' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί να φύγεις. Αλλά αυτό δεν σου εξασφαλίζει την απουσία. Σε μια τέτοια πανταχού παρούσα απουσία έχει βρεθεί καθηλωμένος ο Κώστας Αχ. Καραμανλής. Η παραίτησή του δεν ήταν αρκετή για να τον βγάλει από τον ρουν της οργής για το δυστύχημα. Η πλατεία κρατάει πλακάτ με την όψη του. Φωνάζει κανιβαλικά συνθήματα εις βάρος του.

Θεόδωρος Ρουσόπουλος: Εξιλασμοί-1Τι πρέπει να κάνει ο ίδιος; Και τι πρέπει να κάνει το κόμμα του; Να υποκύψει στη βοή του πλήθους, του οποίου το «αίσθημα δικαίου» δεν μπορεί να περιμένει τη βάσανο της θεσμισμένης δικαιοσύνης; Δεν αρκεί να τον παραδώσει στην ετυμηγορία των ψηφοφόρων, επιτρέποντάς του να απολογηθεί και να κριθεί στην επικείμενη κάλπη;

Η απάντηση που έδωσε ο Θόδωρος Ρουσόπουλος ήταν υπέρ της βοής. Ο βουλευτής της Ν.Δ., που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για αντικαραμανλικές σκοπιμότητες, επικαλέστηκε το προσωπικό του παράδειγμα, όταν το 2009 είχε αποσυρθεί, προκειμένου να μην αφήσει την κατηγορία που τον βάραινε τότε προσωπικά, να εξελιχθεί σε πολιτικό βάρος για το κόμμα του.

Ο Ρουσόπουλος είπε και κάτι άλλο στην ίδια τηλεοπτική συζήτηση, που πέρασε σε δεύτερη μοίρα: Οτι «δεν τόλμησε» (έτσι ακριβώς το είπε) να πάει στην κηδεία του γιου ενός συμμαθητή του από την Καισαριανή. Η παρουσία ενός πολιτικού, εξήγησε, «θα προκαλούσε».

Δίκες, κάλπες και λαϊκά δικαστήρια.

Είναι η ατολμία Ρουσόπουλου προϊόν δημοκρατικής ευαισθησίας; Εκπληρώνει τον ρόλο του ο εκπρόσωπος που λουφάζει μπροστά στο λαϊκό αίσθημα, αντί να «διακινδυνεύει» να το αντιμετωπίσει, όχι απλώς για να το υποστεί και τάχα έτσι να εξιλεωθεί μαρτυρικά, αλλά για να το απαντήσει;

Το ερώτημα δεν αφορά μόνο τις κηδείες – όπου όντως το πένθος επιβάλλει ειδικούς κανόνες ιδιωτικότητας. Αφορά κυρίως μια πολιτική στάση που θυμίζει τα χρόνια της χρεοκοπίας, οπότε οι πολιτικοί –τρόπος του λέγειν– του συστήματος εμφανίζονταν να υιοθετούν όσα εξαπέλυε εναντίον τους η πλατεία, αφήνοντας ανυπεράσπιστα στον δημόσιο λόγο τα θεσμικά και οικονομικά επιτεύγματα των 45 (τότε) ετών της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας.

Απέναντι στον λαϊκισμό του «η χούντα δεν τελείωσε το ’73» αναπτύχθηκε έτσι ένας παράγωγος, συστημικός λαϊκισμός που δικαιολογούσε τις μούντζες, παρουσιάζοντας ως «ευαισθησία» την πολιτική αμηχανία, και ως «ενσυναίσθηση» την ψηφοθηρική συγκατάβαση.

To «έχει δίκιο ο κόσμος» (που μας φτύνει) ήταν η εύκολη και πονηρούτσικη υπεκφυγή από την ανάγκη μιας ευθείας λογοδοσίας. Ηταν μια γλώσσα που απλώς απηχούσε την κοινή γνώμη, συνθηκολογώντας με τις πλάνες της, αντί να δοκιμάσει να αναμετρηθεί μαζί τους με πειθώ.

Αυτή η γλώσσα, αν επικρατήσει, κατατείνει σε μια δημοκρατία όπου οι κάλπες είναι εργαλεία εξιλασμού. Και η πολιτική ομοιοπαθητική κολακεία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή