Καλή Ανάσταση, λοιπόν

2' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φτάσαμε, πρώτα ο Θεός, και φέτος στη μέρα που γιορτάζεται η Ανάσταση του Θεανθρώπου. Μυστήριο ακατάληπτο που διερευνάται εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια δίχως να είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί ποτέ. Οπου απέτυχαν κατά συνέπεια οι σοφοί του κόσμου, δεν θα διακινδυνεύσει ερμηνείες η παρούσα στήλη.

Ομως, αν και το άφατο μυστήριο του τριαδικού Θεού θα παραμείνει απερινόητο εις τον αιώνα, το πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώθηκε η χριστιανική πίστη είναι συγκεκριμένο και ανιχνεύσιμο. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να έχει γίνει και αλλιώς.

Η οικουμενική θρησκεία που κήρυτταν οι μαθητές του Ιησού, δεν ήταν δυνατόν να απευθύνεται σε ένα έθνος, όπως ήταν κατεξοχήν η ιουδαϊκή θρησκεία. Γόνιμο έδαφος παρείχε η καθ’ ημάς Ανατολή. Το θαυμαστό εκείνο χωνευτήρι λαών και θρησκειών, αλλά και δύο μεγάλων πολιτιστικών ροπών της εποχής εκείνης – της ελληνορωμαϊκής και της σημιτικοβαβυλωνιακής.

Η διάδοση, όμως της διδασκαλίας του Ιησού στους εθνικούς που είχαν ασπασθεί τον χριστιανισμό ανέδειξε μια άλλη μείζονα περιπλοκή. Οι «ελληνιστές» χριστιανοί, όπως αποκαλούνταν τότε, προέρχονταν από έθνη με διαφορετικές θρησκευτικές και πολιτιστικές καταβολές.

Το μήνυμα του Θεανθρώπου ήταν σε πρακτικό επίπεδο μια «εισβολή» της «ουρανίου τάξεως» στην καθημερινή ζωή του κάθε ανθρώπου. Αυτό κατέστησε αναγκαία τη μετάδοση της σωτηρίου διδασκαλίας με αναφορές εκτός πλαισίου της ιουδαϊκής θρησκείας, που αγνοούσαν οι ελληνιστές χριστιανοί.

«Τοις Ιουδαίοις εγενόμην ως Ιουδαίος, τοις ανόμοις [σ.σ. «εθνικούς»] ως άνομος. Τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω», έγραφε στην προς Κορινθίου Α΄ Επιστολή του ο Παύλος – όταν περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε ίδιος το πρόβλημα εκείνο.

Η διάδοση μιας οικουμενικής θρησκείας, ωστόσο, είχε ανάγκη χρήσεως μιας γλώσσας καλλιεργημένης, πλούσιας σε νοήματα, που χρησιμοποιούνταν από ευρύτατα στρώματα μιας κοινωνίας πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής. Αυτή, βεβαίως, δεν ήταν άλλη από την «κοινή ελληνική» – τη lingua franca της εποχής εκείνης.

Αλλά η προφορική διδασκαλία των Αποστόλων –σε όποια γλώσσα και εάν γινόταν– δεν θα αρκούσε για τη διάδοση μιας οικουμενικής θρησκείας. Ηταν γύρω στο 50 μ.Χ., όταν ο Παύλος ευρισκόμενος στην Κόρινθο υπαγόρευσε στους συνεργάτες του –Σίλα και Τιμόθεο– την πρώτη του Επιστολή του, που απηύθυνε στους Θεσσαλονικείς. Σε αυτή για πρώτη φορά διατυπώνεται η χριστιανική τριωδία «πίστις, ελπίς, αγάπη».

Την εποχή εκείνη τα Ευαγγέλια μεταδίδονταν μόνο προφορικά. Οι δεκατρείς συνολικώς Επιστολές που εγράφησαν ή αποδίδονται στον Παύλο είναι τα πρώτα γραπτά θεμελιώδη κείμενα της Καινής Διαθήκης για τη χριστιανική πίστη και τη θεολογία, ακρογωνιαίος λίθος της οποίας είναι η Ανάσταση του Χριστού.

Διότι, όπως έγραψε και ο ίδιος, «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών». Αυτά τα μη θεολογικά. Και ως εκ τούτου, «Καλή Ανάσταση, λοιπόν» όπως την εννοεί καθείς, κατά τη φύση και την πίστη του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή