Το Ανθρωπόκαινο και το κενό: η προεκλογική σιωπή για το κλίμα

Το Ανθρωπόκαινο και το κενό: η προεκλογική σιωπή για το κλίμα

3' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή ήταν η μεγάλη απούσα των φετινών εκλογών. Στη θέση της έμεινε να χάσκει ένα πελώριο κενό. Δεν είναι μόνο το ότι συλλήβδην οι υποψήφιοι του κομματικού τόξου δεν μπήκαν στον κόπο να την εξηγήσουν, είναι και το ότι κανείς τους δεν θα παραδεχτεί ότι την αγνόησε. Κάποιοι θα πουν ότι μίλησαν για την πράσινη μετάβαση, άλλοι ότι τους νοιάζουν οι ΑΠΕ. Κάποιοι τρίτοι θα πετάξουν το χαρτί της κυκλικής οικονομίας. Κάποιοι άλλοι, τέλος, πιο αντιδραστικοί, που δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, μπορεί να φτάσουν μέχρι και στο σημείο να την αρνηθούν, εγκαλώντας όλους τους υπόλοιπους για «πράσινο ξέπλυμα» της εκμετάλλευσης και των ανισοτήτων.

Εν ολίγοις, η στάση του κομματικού τόξου κυμάνθηκε από την –έξωθεν– επιβεβλημένη αποδοχή έως τη συγκεκαλυμμένη άρνηση. Σε καμία στιγμή η συζήτηση για την ενέργεια δεν συνδέθηκε με το κλίμα. Πολύ περισσότερο από τον στόχο για μηδενικές εκπομπές ρύπων, ο περιορισμός των ορυκτών καυσίμων αποδόθηκε στην ανάγκη να περιοριστεί η πολλαπλώς ασύμφορη πια εξάρτηση από τη Ρωσία.

Σε ποιο βαθμό όμως έχει αντιληφθεί στα αλήθεια το εκλογικό σώμα πόσο επηρεάζει την καθημερινότητά μας η αύξηση της θερμοκρασίας και πόσο αθωράκιστοι είμαστε απέναντι στις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που γεννάει το «Νέο Κλιματικό Καθεστώς» (Μπρούνο Λατούρ, Πόλις, 2019); Θετικοί επιστήμονες βορειότερα και δυτικότερα από εμάς συζητούν εδώ και δεκαετίες για το αν έχουμε εισέλθει στο Ανθρωπόκαινο, την ιστορική περίοδο που προσδιορίζεται από το μη αναστρέψιμο αποτύπωμα που αφήνουν οι ανθρώπινες δραστηριότητες στη στρωματογραφία της γης και στο περιβάλλον. Το ερώτημα αυτό ανάγκασε πολιτικές ηγεσίες πιο τολμηρές από τις δικές μας να επανεξετάσουν τη σχέση της φύσης με την κοινωνία, με την οικονομία, αλλά κυρίως με την πολιτική.

Μπροστά σε αυτό το μέλλον γεμάτο κινδύνους και αβεβαιότητα, η Ελλάδα προτίμησε να παραμείνει στο μοντέλο του «business-as-usual». Η απόφαση που ελήφθη για άλλη μία φορά ήταν να μην κοιτάξουμε κατάματα την απειλή για να την κατανοήσουμε, αλλά πολύ πιο εύκολα και βολικά να κλείσουμε τα μάτια και την αποφύγουμε. Εξάλλου, η κλιματική αλλαγή και ό,τι την προκαλεί μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο με τη ραδιενέργεια, τη νούμερο ένα διακινδύνευση κατά τον Μπεκ (Πεδίο, 2015 [1986]), που ξεχύθηκε από το Τσέρνομπιλ: είναι αόρατες. Ξεφεύγουν από τις αντιληπτικές ικανότητες του ανθρώπου και ο μόνος τρόπος να μας φανερωθούν είναι μέσω της επιστημονικής (ή της αντιεπιστημονικής) γνώσης. Ως εκ τούτου, η σημασία τους μπορεί εύκολα να υποτιμηθεί, να ελαχιστοποιηθεί ή να δραματοποιηθεί κατά περίσταση, ενώ παραμένουν εξαιρετικά ανοιχτές στον ορισμό και στην κοινωνική κατασκευή.

Η στάση του κομματικού τόξου για την κλιματική κρίση κυμάνθηκε από την –έξωθεν– επι- βεβλημένη αποδοχή έως τη συγκεκαλυμ- μένη άρνηση.

Για χρόνια η Αμερική του Τραμπ μπορούσε να την αρνείται απλώς και μόνο επειδή το ήθελε. Αντίστροφα, η Ευρώπη έχασε τον ύπνο της και έκανε σκοπό της ένωσής της να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος μέχρι το 2050. Στην Ελλάδα η πολιτική βρίσκεται κάπου στη μέση. Από τη μια, η πρόσδεση στην Ευρώπη την αναγκάζει σε μια επιβεβλημένη συμμόρφωση. Από την άλλη, όλοι συνεχίζουν να δρουν ως εάν να μη συμβαίνει απολύτως τίποτα, κάτι που αποτυπώνεται και στη διαχρονική αδυναμία του οικολογικού κινήματος να βρει κοινωνικό έρεισμα και να θεμελιωθεί. Πολύ περισσότερο από τον σκεπτικισμό και τον εφησυχασμό, η ελληνική πολιτική χαρακτηρίζεται από την άρνηση αναγνώρισης της ευθύνης και την απροθυμία ανάληψης δράσης.

Αυτό αποτυπώνεται και στη δημιουργία του σχετικού υπουργείου στον τελευταίο ανασχηματισμό. Τον Σεπτέμβριο του 2021, η κλιματική αλλαγή αναγνωρίστηκε ως «κρίση» και συνδέθηκε με την Πολιτική Προστασία. Τρεις μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2021, στη Γερμανία η κλιματική αλλαγή αναγνωρίστηκε ως «ευθύνη» και συνδέθηκε με το μεγαλύτερο υπουργείο της χώρας και της Ευρώπης, το υπουργείο Οικονομικών. Στην Ελλάδα η κλιματική αλλαγή διαβάστηκε και αξιολογήθηκε σαν καταστροφή που θα υφιστάμεθα νομοτελειακά και από την οποία θα έρχεται η πολιτική προστασία να μας σώζει: πλημμύρες, καύσωνες, πυρκαγιές, ξηρασίες, λειψυδρίες. Μικρές μεσογειακές βόμβες έτοιμες να εκραγούν. Στη Γερμανία η κλιματική αλλαγή διαβάστηκε και αξιολογήθηκε ως χρέος να ξανασχεδιάσουμε τον κόσμο και να τον ξαναμοιράσουμε στους κατοίκους του.

Ηλεκτρικά αστικά λεωφορεία έχουν ήδη αντικαταστήσει τους παλιούς πετρελαιοκίνητους στόλους σε δεκάδες ευρωπαϊκές πόλεις. Τρένα υδρογόνου μηδενικών εκπομπών μεταφέρουν καθημερινά επιβάτες στις πόλεις τους. Την ίδια στιγμή, εκατοντάδες οδηγοί ανεβοκατεβαίνουν μόνοι μέσα στα αυτοκίνητά τους την Κηφισίας και εύχονται να μη συμβεί άλλο κακό.

H κ. Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην EHESS και διδάσκουσα στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή