Διανύουμε ίσως την πιο δύσκολη φάση στη μάχη με τον πληθωρισμό. Οι κυβερνήσεις έχουν αποσύρει τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης, οι κεντρικές τράπεζες έχουν ήδη εφαρμόσει επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων και οι τιμές παραμένουν υψηλές, μακριά από τον στόχο της νομισματικής πολιτικής. Είναι ακριβώς το στάδιο στο οποίο η Ευρωζώνη αναμετριέται με το ρίσκο της ύφεσης.
Η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, σε συνδυασμό με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης μπροστά στις υψηλές τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών, οδηγούν σε πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Οσο και να το θέλει, δεν μπορεί κανείς να περιφρονήσει τα σημάδια που εμφανίζονται πια, πριν απ’ όλα, στην ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η Γερμανία αντιμετωπίζει συρρίκνωση των συναλλαγών του ιδιωτικού τομέα και εμφανίζει επίμονα αδύναμες εξαγωγές· εξέλιξη στην οποία συντελεί και η μείωση της ζήτησης από την Κίνα. Το υψηλό κόστος ενέργειας και η μετανάστευση επιχειρήσεων σε άλλες αγορές ασκούν έξτρα πιέσεις στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το γερμανικό ΑΕΠ θα μειωθεί –κατά 0,3%– ήδη το 2023.
Η Ευρωζώνη μείωσε στο μισό τον πληθωρισμό από τα υψηλά του. Αλλά το 5% είναι ακόμη σημαντικά πάνω από το 2%. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν τα επιτόκια σταματήσουν να αυξάνονται, θα αργήσουν να μειωθούν. Στη συνεδρίαση της Φρανκφούρτης αυτήν την εβδομάδα είναι μάλιστα ανοιχτό το σενάριο μιας νέας ανόδου· 10η στη σειρά. Οσο καθυστερεί η αντιστροφή της νομισματικής πολιτικής, τόσο περιορίζονται οι πιθανότητες για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ρίξει τον πληθωρισμό χωρίς να οδηγήσει σε ύφεση.
Η αλήθεια είναι ότι οι χειριστές της νομισματικής πολιτικής δεν έχουν απαλλαγεί ακόμη από το δυσβάσταχτο, όπως αποδεικνύεται, κόστος της γεωπολιτικής. Ρωσία και ΝΑΤΟ συνεχίζουν το «μπρα ντε φερ» στο μέτωπο της Ουκρανίας διατηρώντας τις επιπλοκές στις αγορές και η εμπορική αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Κίνα εμμέσως αυξάνει τις τιμές στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με συνθήκες που συνδυαστικά δεν έχουν προηγούμενο στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξ ου και η JP Morgan «βλέπει» πλέον διεθνή κρίση τους επόμενους 6-12 μήνες.
Η μείωση των επιτοκίων και η αποκλιμάκωση της γεωπολιτικής έντασης αφενός με τη Ρωσία, αφετέρου με την Κίνα, θα ήταν σε θέση να αποτρέψουν τις αρνητικές εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία. Ομως τίποτα από τα δύο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Το ερώτημα είναι σε ποιον βαθμό θα επηρεαστεί η Ελλάδα· εξαιτίας της διεθνούς επιβράδυνσης κατέγραψε ήδη μείωση των εξαγωγών για τέταρτο μήνα.
Η κυβέρνηση, μαζί της και η χώρα, προσπαθεί να συνέλθει από τις φυσικές καταστροφές των τελευταίων μηνών, οι οποίες πέρα από τις κοινωνικές τους διαστάσεις έχουν και δημοσιονομικό αντίκτυπο. Η Ελλάδα έχει ήδη αρκετούς πονοκεφάλους. Πιθανώς να αποκτήσει ακόμη έναν: μια ύφεση στην Ευρώπη η οποία θα φτάσει τουλάχιστον μέχρι την πόρτα της. Δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Αλλά δεν θα πέσει και σαν κεραυνός εν αιθρία.