Το ελληνικό κράτος είναι άρρωστο και θέλει κτίσιμο ξανά από την αρχή. Επειδή όμως δεν μπορούμε να πατήσουμε ένα κουμπί και να ζητήσουμε τάιμ άουτ, πρέπει να διορθώσουμε όσα μπορούμε, όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Αλλιώς, θα συνεχίσουν τα πλοία να αποπλέουν με ανοιχτές τις μπουκαπόρτες, υπουργεία και υπηρεσίες να μπλέκονται στο κουβάρι των αρμοδιοτήτων την ώρα της μεγάλης πυρκαγιάς, στρατόπεδα να μένουν αθωράκιστα απέναντι σε φωτιές και πλημμύρες, ο σταθμάρχης στα Τέμπη να λειτουργεί με εγκληματική αδιαφορία, η ΕΛ.ΑΣ. να χάνει δολοφόνους – χούλιγκαν κ.λπ., κ.λπ.
Ο μόνος τρόπος για να πετύχουμε τον στόχο αυτό είναι, δυστυχώς, ο συνδυασμός φιλότιμου και «βούρδουλα». Και πριν προλάβει κάποιο τοξικό τρολ να διαστρεβλώσει τι εννοώ ή να υποστηρίξει ότι προτείνω κάποια αυταρχική λύση, εξηγούμαι. Θυμάστε πώς λειτούργησε η Ελλάδα το 2004; Ολοι οι μηχανισμοί του κράτους λειτούργησαν στο κόκκινο και με επαγγελματισμό. Θυμάμαι ακόμη να βλέπω ελικόπτερα και σκάφη του Λιμενικού σε μια μεγάλη άσκηση έξω από το Λαύριο, να αναρωτιέμαι τι συμβαίνει και να παίρνω την απάντηση, «βέβαια κάνουμε συνέχεια ασκήσεις γιατί έχουμε πίεση να δείξουμε ότι μπορούμε να βγάλουμε πέρα όλα τα σενάρια». Δεν ήταν όμως μόνο η πίεση, η αίσθηση ότι κάποιος είχε ένα «πιστόλι στον κρόταφό μας» και μας πίεζε να γίνουμε πιο συστηματικοί και πιο επαγγελματίες. Οχι, ήταν και το περίφημο ελληνικό φιλότιμο. Αυτό το μοναδικό φαινόμενο, όπου ο Ελληνας εγκαταλείπει την αγαπημένη του κυνική αδράνεια και φωνάζει «ναι ρε… μπορώ να το κάνω και πολύ καλύτερα από όλους τους άλλους».
Ο «βούρδουλας» χωρίς το φιλότιμο δεν λειτουργεί· αντιθέτως, μπορεί να γίνει και μπούμερανγκ. Τρανό παράδειγμα το μνημόνιο, το οποίο μισο-υλοποιήθηκε ή έμεινε σε νόμους και χαρτιά. Ομολογώ ότι δεν ξέρω ποιος και πώς μπορεί να κινητοποιήσει δημοσίους υπαλλήλους, αστυνομικούς, δασκάλους και άλλους να πιστέψουν και να πιστέψουμε όλοι ότι «ναι, μπορούμε να αλλάξουμε τη χώρα». Αυτό που ξέρω, όμως, είναι ότι τίποτα δεν θα αλλάξει, καμιά μεταρρύθμιση δεν θα πραγματοποιηθεί χωρίς να γίνει ιδιο-κτησία των δημοσίων υπαλλήλων και όλων όσοι εμπλέκονται στη διοίκηση του κράτους. Και ταυτόχρονα τίποτα δεν θα αλλάξει αν δεν εφαρμόζονται νόμοι και κανόνες με αυστηρότητα, χωρίς εκπτώσεις και παρεκκλίσεις για κανέναν.
Πηγαίνοντας πάλι πίσω στο 2004, θυμάμαι κάτι ακόμη. Πόσο «Ευρωπαίοι» γινόμασταν όλοι όταν μπαίναμε στο μετρό και το, επίσης νέο τότε, αεροδρόμιο. Γιατί; Μα γιατί ήμασταν υπερήφανοι γι’ αυτό που βλέπαμε, αλλά και γιατί ξέραμε ότι δεν μας έπαιρνε να καπνίσουμε ή να φερθούμε σαν «κάφροι».