Οσο τα νερά του πλημμυρισμένου Θεσσαλικού Κάμπου αποσύρονται, τόσο η καλυμμένη επιφάνεια έρχεται στο φως – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κυριολεκτικά, εφόσον απο-καλύπτεται το μέγεθος της υλικής καταστροφής. Μεταφορικά, διότι πρέπει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα: θα μπορούσε να είχε μετριασθεί το μέγεθος της καταστροφής; Εφόσον η απάντηση εμπεριέχει ανθρώπινη δράση (τι θα μπορούσε να έχει γίνει), απο-καλύπτει τις νοητικές-πολιτικές μας συνήθειες (νοοτροπίες): πώς τείνουμε να απαντούμε σε ερωτήματα που εμπεριέχουν αναστοχασμό. Εξηγούμαι.
Η νεοελληνική νοοτροπία είναι γνωστή: κάθε φυσική καταστροφή τελετουργικά ενεργοποιεί δύο μοτίβα: το πολιτικό παίγνιο της άμετρης επίρριψης ευθυνών και τη δικαστική αναζήτηση διάπραξης αξιόποινων πράξεων. Το πρώτο είναι προβληματικό, το δεύτερο συνήθως ατελέσφορο.
Στο πολιτικό πεδίο, η χρόνια δυσπιστία έναντι του διοικητικά προβληματικού και πολιτικά χειραγωγούμενου κράτους (τα δύο συνδέονται ουσιωδώς) προδιαγράφει το πλαίσιο των απαντήσεων. Η εκάστοτε αντιπολίτευση επικρίνει την εκάστοτε κυβέρνηση για «έλλειψη σχεδίου». Πρόκειται για εύκολη κριτική, εφόσον η καταστροφή είναι υπαρκτή και οδυνηρή, ενώ η αποφυγή της εικοτολογική και εμπειρικά μη αποτιμήσιμη. Ο επικριτής πάντα πλεονεκτεί έναντι του διαχειριστή. Στην ξεδιάντροπα μικροπολιτική της εκδοχή, δε, η αντιπολίτευση μιλάει για «τα αδιέξοδα της Ν.Δ. που μας έφεραν έως εδώ» (πρόεδρος Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή), επιχαίροντας, ουσιαστικά, στο μέτρο που η φυσική καταστροφή πλήττει πολιτικά τον αντίπαλο. Είναι εμφανής η χαιρεκακία της αντιπολιτευτικής κριτικής. Οχι τώρα, πάντα.
Κάθε κρίση παρέχει την αφορμή για να συζητηθούν θέματα που, στην περίοδο της κανονικότητας, περνούσαν απαρατήρητα. Αναζητώντας αιτιώδη συνάφεια μεταξύ πράξεων ή παραλείψεων και βιωμένων αποτελεσμάτων, θέτουμε ερωτήματα. Γιατί καταστράφηκε η προσφάτως ανακατασκευασθείσα γέφυρα του Ξηριά στον Βόλο; Γιατί δεν ολοκληρώθηκε το φράγμα του Ενιπέα στα Φάρσαλα; Γιατί δεν λειτούργησαν τα αντλιοστάσια;
Προσοχή, όμως. Δεν ξέρουμε, και είναι εξόχως δύσκολο να μάθουμε, πώς συνδέονται αιτιωδώς οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά με το μέγεθος της καταστροφής. Βασίμως εικάζουμε ότι αν κάποια τεχνικά έργα λειτουργούσαν καλύτερα, η καταστροφή θα ήταν μικρότερη. Με άλλα λόγια, ως σύγχρονοι άνθρωποι δεν αποδεχόμαστε μοιρολατρικά την καταστροφή, αλλά ρωτάμε: τι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει καλύτερα;
Για να απαντηθεί σωστά –δηλαδή, με τεχνική αρτιότητα και σε θεσμικό βάθος– το ερώτημα αυτό πρέπει να παραμερίσουμε κάθε είδους μεροληψία, ιδιαίτερα κομματική. Αν αποδειχθούν κακοτεχνίες, το συλλογικό κέρδος δεν είναι τόσο ότι θα έχουμε αποτιμήσει την ακριβή συμβολή τους στο μέγεθος της συγκεκριμένης πλημμύρας (αβέβαιο), όσο ότι θα έχουμε εντοπίσει αδυναμίες στη δημόσια πολιτική (π.χ. πλημμελής έλεγχος, γραφειοκρατική καθυστέρηση, διαφθορά, κ.λπ.), οπότε θα μπορέσουμε, δυνητικά, να τις εξαλείψουμε. Αυτό είναι το απρόθετο όφελος των κρίσεων: μας ωθούν σε αυτο-εξέταση. Αν κάτι δεν χαλάσει, δεν ξέρεις πώς λειτουργεί. Στο δικαστικό πεδίο, η εισαγγελική διερεύνηση ικανοποιεί το κοινό αίσθημα για δικαιοσύνη, επαινείται από τα ΜΜΕ και εργαλειοποιείται από τη λαϊκιστική ρητορική πολιτικών της σαχλαμάρας («θα δω βραχιολάκια, θα δω φυλακή», Βελόπουλος), αλλά είναι αμφίβολο πόσο τελεσφόρα θα είναι και πόσο θα συμβάλει στη θεσμική μάθηση.
Δύο χρόνια μετά την παραγγελία του τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για διερεύνηση ενδεχόμενης «σκόπιμης εγκληματικής δραστηριότητας» στις πυρκαγιές του 2021, ουδέν γνωρίζουμε («Κ», 24/8/23)! Θεωρείτε ότι θα έχει καλύτερη τύχη ο εισαγγελέας της Αλεξανδρούπολης σήμερα; Πιστεύετε, μήπως, ότι η «διακρίβωση τυχόν αυτεπαγγέλτως διωκομένων αξιοποίνων πράξεων», όπως ορθώς ζητάει η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για τις πρωτοφανείς πλημμύρες στη Θεσσαλία, θα οδηγήσει στη φυλακή λήπτες αποφάσεων; Το θεωρώ απίθανο. Γιατί; Διότι ξέρουμε πώς λειτουργούν οι οργανισμοί.
Οι διοικητικές ευθύνες είναι σαν τα ιατρικά λάθη – εξόχως δύσκολο να αποδειχθούν. Η παρατήρηση της έκπληκτης παρουσιάστριας ειδήσεων «για την αθάνατη ελληνική πραγματικότητα που ποτέ δεν μπορούμε να πούμε ότι ένας είναι ο αρμόδιος» (Open, 13/9/23) εκφράζει τη γενικότερη απλοϊκή αντίληψη ότι οι «ευθύνες» σε σύνθετους οργανισμούς είναι αμιγώς ατομικές, όπως λ.χ. σε μια δολοφονία ή κλοπή. Εκτός, όμως, από περιπτώσεις διαφθοράς ή αποδεδειγμένης εργασιακής ανεπάρκειας, οι διοικητικές ευθύνες στη γραφειοκρατία της δημόσιας πολιτικής, πρώτον, είναι αλληλένδετες· δεύτερον, συνδέονται με αναγκαστικά γενικόλογες περιγραφές εργασιακών καθηκόντων· τρίτον, συνυπάρχουν με πιθανές ελλείψεις σε εκπαίδευση, κοινή κατανόηση και τεχνολογική υποστήριξη· και, τέταρτον, εμπεριέχουν υποκειμενικές κρίσεις και διακριτική ευχέρεια.
Με άλλα λόγια, σε σύνθετα συστήματα οργανωμένης δράσης, οι υποχρεωτικά γραφειοκρατικές διαδικασίες, η αναπόφευκτη διάχυση ευθυνών, το υψηλό κόστος συντονισμού των εμπλεκομένων και η εν γένει πολυπλοκότητα του δικτύου λήψης αποφάσεων παράγουν συστημικά αποτελέσματα. Το πόρισμα για τη διαχείριση του τυφώνα «Κατρίνα» στις ΗΠΑ βρίθει τέτοιων παρατηρήσεων.
Αυτό πού, κυρίως, πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι η θεσμική μάθηση. Ενώ οι πολιτικοί θα καβγαδίζουν και οι εισαγγελείς θα ερευνούν, είναι σημαντικό να συναγάγουμε μαθήματα από το πώς διαχειριστήκαμε – τεχνικά, οργανωτικά, διοικητικά, θεσμικά– την κακοκαιρία «Daniel». Ενα τέτοιο corpus έγκυρης γνώσης, από μια ανεξάρτητη επιτροπή εμπειρογνωμόνων, όπως αυτή των Τεμπών, θα εξορθολογίσει την πολιτική συζήτηση, θα εκλεπτύνει τον δημόσιο διάλογο και θα βελτιώσει, μελλοντικά, την αποκρισιμότητα του κράτους. Ενδιαφέρεται η κυβέρνηση;
Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.