Τι έπρεπε να κάνει η Εφη Αχτσιόγλου; Είχε φτάσει είκοσι ημέρες πριν από την κάλπη και όλοι την αναγνώριζαν ως βέβαιη διάδοχο του Τσίπρα. Της αρκούσε απλώς να αποφύγει το λάθος. Τι έπρεπε λοιπόν να πει για τον άγνωστο που προσγειώθηκε ξαφνικά στη σκηνή; Αν εμφανιζόταν εναντίον του επιθετική, θα διακινδύνευε να δώσει υπόσταση σε μια υποψηφιότητα, που τότε ακόμη φαινόταν σαν μιντιακή δολιοφθορά. Το φαβορί θα διακινδύνευε να δώσει ψωμί στην τρολιά.
Η Αχτσιόγλου επέλεξε έναντι του Κασσελάκη τη σιωπή. Μήπως έπρεπε πιο νωρίς να καταγγείλει τη «θολούρα», που ανακάλυψε όταν η αναμέτρηση είχε ήδη κριθεί; Μήπως άργησε η δική της διαδικτυακή έφοδος, με βιντεοσκοπημένους μονολόγους στα κοινωνικά δίκτυα; Δεν είναι βέβαιο ότι θα είχε αλλάξει την εκλογική της μοίρα. Ομως, ο φόβος του λάθους φαίνεται ότι ήταν το λάθος που κόστισε στην πρώην υπουργό. Εμπιστεύθηκε την εικόνα της και την αδυναμία των άλλων υποψηφίων να εκπροσωπήσουν το αίτημα για ανανέωση. Κι όταν εμφανίστηκε η εικόνα ενός ακόμη πιο νέου πολιτικού φρούτου, εκείνη δεν άλλαξε αμέσως στρατηγική. Δεν ένιωσε ούτε τότε την ανάγκη να επανασυστηθεί στο κομματικό ακροατήριο, όχι πια σαν ένα «ανερχόμενο ταλέντο», αλλά σαν κατασταλαγμένη υποψήφια αρχηγός, που ξέρει πώς θα καθοδηγήσει ενωμένο το κόμμα.
Πολλοί αναρωτιούνται αν υπάρχουν τώρα εφεδρείες που μπορούν να κινητοποιηθούν, προκειμένου η Αχτσιόγλου να επικρατήσει ως ο ορθόδοξος μονόδρομος του κομματικού πατριωτισμού – ως εγγυήτρια της ακεραιότητας του ΣΥΡΙΖΑ έναντι του «πειρατή». Ανεξάρτητα από τις πιθανότητες επιτυχίας που θα είχε ένα τέτοιο διάβημα, θα σήμαινε ότι η Αχτσιόγλου αφήνει την ανανέωση στον Κασσελάκη, για να καταφύγει η ίδια στο λάβαρο της κομματικής (αυτο)συντήρησης. Δεν είναι ο δρόμος που επέλεξε. Είναι ο δρόμος που της επέβαλε ο απρόσμενος εσωκομματικός της αντίπαλος.
Πώς η ανανεωτική υποψηφιότητα έγινε συντηρητική.
Πόσο βιώσιμη θα ήταν μια ηγεσία που θα είχε προκύψει έτσι, ως επιλογή περιχαράκωσης του κομματικού κατεστημένου; Σύμφωνα με τον κοινό τόπο, θα είναι περισσότερο βιώσιμη και ενωτική, από την ηγεσία που απειλεί να προσγειωθεί ως προϊόν παραφοράς. Ο Κασσελάκης δεν έχει ούτε τα ερείσματα ούτε το κύρος για να κρατήσει το κόμμα ενιαίο. Κάποιοι σύντροφοί του τον έχουν ήδη αποκηρύξει τόσο κατηγορηματικά, που μοιάζει απίθανο να ανεχθούν τη συγκατοίκηση μαζί του την επόμενη ημέρα.
Οσοι προβλέπουν με τόση βεβαιότητα τη διάσπαση, υποτιμούν όχι μόνο τη νομιμοποιητική ισχύ που θα έχει αντλήσει ο νικητής (ή η νικήτρια) από ένα σώμα 140.000 ψηφοφόρων· υποτιμούν και την αναζωογονητική επίδραση που μπορεί να έχει ενίοτε ένας ακρωτηριασμός. (Ο Τσίπρας «έχασε» το 2015 τριάντα σκληροπυρηνικούς βουλευτές, αλλά εν τέλει δεν έχασε ο ίδιος. Εκείνοι χάθηκαν.)
Αυτό που μάλλον υπερεκτιμάται είναι η διαθεσιμότητα μιας πολιτικού, που μόλις τώρα ξεμυτίζει από την αύρα των δισταγμών της, να αναλάβει ηττημένη το ρίσκο ενός σχίσματος.