Θυμάμαι μια περίοδο της ζωής μου που κομμωτές και γυμναστές μπορούσαν να ασκήσουν πραγματική εξουσία πάνω μου. Σαν μαζεμένο ζωάκι καθόμουν στην καρέκλα του κομμωτηρίου ή του γυμναστηρίου, για ν’ ακούσω πως δεν χτενίζομαι συχνά, πως δεν εφαρμόζω σωστά κρέμες μαλλιών, πως πρέπει να χάσω απ’ την κοιλιά. Κουνούσα το κεφάλι αποφεύγοντας να κοιτάξω στα μάτια τον γυμναστή, τον κομμωτή, τον πλύντη στον λουτήρα.
Η εξουσία πάνω μου ήταν τόσο συντριπτική που έγνεφα απλώς «ναι» και «οκ» και «έχετε δίκιο». Δεν έλεγα και πολλά. Υπάκουα εκτός κι αν κάποια «συμβουλή» ήταν ακραία (δεν ήθελα πραγματικα ν’ αγοράσω ακριβή λοσιόν για τα μαλλιά και κάπου εκεί συνήθως ξυπνούσα από τον λήθαργο και ψιθύριζα, απολύτως απολογητικά και πάντα κοιτώντας το πάτωμα, πως δεν μπορώ να διαθέσω πραγματικά χρήματα για «θεραπεία» ή πως έτσι είναι τα μαλλιά μου σγουρά, ναι, δεν τα ισιώνω). «Εχω πει να μη βάζετε λακ», μου έλεγε καθώς μ’ έλουζε κάποια που πληρωνόταν, για να λούζει και να χτενίζει και, σε ό,τι με αφορά, και για να με μαλώνει. Μύριζα το σαμπουάν και το μαλλακτικό, αφηνόμουν στις κινήσεις των χεριών της και πάνω εκεί ερχόταν η επίπληξη που μ’ έκανε να ζαρώνω στην καρέκλα, να θέλω να μπω μέσα της.
Ετσι φανταζόμουν μικρή και την επίσκεψη στον/στη γυναικολόγο. Μ’ ανοιχτά τα πόδια, ευάλωτη και φοβισμένη, ν’ ακούω κάποιον μ’ εξουσία να μου πουλάει πράγματα και υπηρεσίες που αφορούν την υγεία μου. Και η εξουσία θα είναι ακόμη πιο φοβερή σκεφτόμουν, συμπαγής. Ο/η γιατρός θα ξέρει πράγματα που αγνοώ και που αφορούν την επιβίωσή μου. Θα πρέπει να υπακούσω. Ετρεμα την ώρα.
Ψάχτηκα λίγο μέσα μου και κατάλαβα ότι αυτό ακριβώς με τρόμαζε, η ασυμμετρία γνώσεων, η ιδέα πως κάποιος ξέρει και θα μου πει τι να κάνω. Ετσι, ψάχτηκα λίγο ακόμη. Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να βρω κάποιον/α που να μου εξηγεί, να με περιλαμβάνει στη διαδικασία, όχι μόνον ως σώμα που υφίσταται την τυραννία γονιδίων, καθημερινότητας και τύχης, αλλά κι ως άνθρωπο με προσωπικότητα που θα μπορούσε να ενημερωθεί και να κάνει ερωτήσεις που, αν τις ρίξεις στο ίντερνετ, σου βγάζει ότι πεθαίνεις την επόμενη εβδομάδα. Το αργότερο.
Από ένα συνδυασμό προνομίων –μόρφωσης, χρημάτων– βρήκα αυτόν που ήθελα. Κάτι έστριψε μέσα μου, σκέφτηκα πως –για μισό λεπτό!– εγώ πληρώνω, δεν μπορώ να κάνω επιτέλους ερωτήσεις για το σεξ, τις αρρώστιες, τα μικρόβια, τη σεξουαλικότητα και τα γονίδια που κρατάω μέσα μου από παιδί; Το κλικ είχε γίνει. Την επόμενη φορά που πήγα σε κομμωτή που σχολίαζε ενώ δούλευε, έφυγα. Το ίδιο και με γυμναστές. Κομμένη η εξουσία πάνω στο σώμα μου, σκέφτηκα. Αρκετές πιέσεις δέχεται όλη μέρα, πρέπει να το κρίνουν και να το χαρακτηρίζουν ακόμη κι όταν το φροντίζουν;
Αυτό το ψυχολογικό φράγμα, ταϊσμένο με χαμηλή αυτοπεποίθηση από χίλιους δυο λόγους (κακή ασφάλιση, φτωχικό νοσοκομείο, τραύματα, κακή σχέση με το σώμα, ράμματα κ.λπ.) εμποδίζει πολλές γυναίκες να πάνε για προληπτική επίσκεψη στον γιατρό, να κάνουν ερωτήσεις, να απολαύσουν το σώμα τους. Είναι και τα λεφτά, φυσικά, και η δουλειά που δεν τελειώνει ποτέ για κάποιες. Αλλά είναι κι η εξουσία που θα σου ασκήσουν απαίσιοι άντρες κι απαίσιες γυναίκες σε μια στιγμή που για πολλές είναι μια στιγμή ευαλωτότητας: γυμνή, στην καρέκλα του/της γιατρού, έκθετη στο ιατρικό βλέμμα, σε αναμονή, με την αγωνία σου και με τον υπόλοιπο κόσμο να στροβιλίζεται κανονικά γύρω απ’ τον άξονά του – κάπου είναι too much.
Γι’ αυτό και είναι μια απολύτως πολιτική πράξη, ένας φεμινισμός της στιγμής, κάτι σπουδαίο, η υπέρβαση τέτοιων ψυχικών εμποδίων. Κι όταν ο/η γιατρός το παίζει κάτι παραπάνω από απλός ερμηνευτής και θεραπευτής των μηνυμάτων του σώματός σου προς εσένα, χρειάζεται άλλη μία αντίσταση της στιγμής, να υψώσει κανείς ανάστημα σε όσους τυλίγουν άσχετα σχόλια μέσα σε προσεκτικά διαλεγμένες επιστημονικές διατυπώσεις.
Οταν ήμουν μικρή, ένας παθολόγος μού είχε πει αν θέλω να παντρευτώ. Οχι, είχα πει εγώ. Θα έρθει η ώρα, μου είπε, θα βλέπεις όνειρο ότι γίνεσαι νυφούλα. Οποτε πονάει ο λαιμός μου, τον σκέφτομαι και αηδιάζω μαζί του. Πώς θα είχα νιώσει άμα ήμουν μια γυναίκα στην εμμηνόπαυση; Θα με πέταγε στα σκουπίδια; Και τώρα, στα τριάντα μου, θα με κοίταζε σαν κουβά με αυγά; Πώς να νιώσω άνετα να του πω ότι δεν ονειρευόμουν νυφικά αλλά άλλα πράγματα, και καλό θα ήταν να μου δώσει τις κατάλληλες ιατρικές συμβουλές εγκαίρως ώστε να τα κάνω με ασφάλεια;
Περπατώντας στους Αμπελοκήπους γύρω απ’ τα ιατρεία και τα νοσοκομεία, σκεφτόμουν πόσες χάνονται, αγωνιούν ή στερούνται ηδονές επειδή ντρέπονται. Επειδή το σώμα τους τούς είναι ξένο, μακρινό, η ζωή τους περνάει από πάνω τους σαν ένα κύμα και τις ξεβράζει κάπου εντελώς άγνωστα. Η ντροπή δεν είναι δική τους. Είναι ένα δώρο της κοινωνίας στον άνθρωπο. Κουβαλάμε στα σώματά μας όλους αυτούς τους αιώνες που οι μύες, οι νευρικές απολήξεις, το στήθος μας, τα κόκαλά μας και τα μπράτσα μας ήταν τριαντάφυλλα, καλά κρυμμένοι θησαυροί ή σκιερές σπηλιές, για να ’ρχονται και να κουρνιάζουν άλλοι.