Τις προάλλες πήρα το 040 κι έκατσα δίπλα σ’ έναν τοξικομανή (;) επειδή δεν είχε αλλού θέση. Ενιωθα άβολα γιατί κουνιόταν και μιλούσε διαρκώς, αλλά ήμουν κουρασμένη για να σταθώ. Και μετά έμπαινε συνέχεια κόσμος μ’ άγχος, με ιατρικές εξετάσεις στα χέρια ή μιλώντας στα κινητά, και μάλιστα σκεφτόμουν πως η ατμόσφαιρα στο λεωφορείο είναι ζοφερή και πως πρέπει να κλειστώ, να τραβήξω από την τσάντα τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, να βάλω τ’ ακουστικά, να χάσω επαφή. Υστερα μπήκε αυτό το αγόρι.
Ηταν τόσο καλοντυμένο που ένιωθα λες και ο κόσμος στο λεωφορείο παραμέρισε να το αφήσει να περάσει. Φορούσε σακάκι που του έπεφτε μεγάλο και παλιομοδίτικα παπούτσια, μύριζε αδιανόητα καλά και άρχισα απλώς να τον εισπνέω. Είχε βραχιόλια και δαχτυλίδια, φορούσε μακιγιάζ (πραγματικά ο τύπος ήταν θεός/μοντέλο/αλλόκοσμος) και τα μαλλιά του ήταν πολύ περιποιημένα.
Ηθελα να τον κοιτάζω, αλλά κρατιόμουν, και μετά μ’ έπιασε ένα προστατευτικό (ελπίζω να μην τον κοροϊδεύουν) και τρόμαξα μ’ αυτήν τη μαμαδίστικη σκέψη που κάνει τους γονείς των γκέι παιδιών να φαίνονται λιγότερο απαίσιοι απ’ ό,τι στις ιστορίες ενηλικίωσης που διηγούνται τα παιδιά τους.
Μου βγήκε αυθόρμητα να ’χω το νου μου. Να κοιτάζω. Θα πει κανείς τίποτα; Και μετά σκεφτόμουν ότι είναι κάπως άθλιο να είναι πράξη θάρρους να βγεις από το σπίτι. Να είναι μια πολιτική πράξη, μια επίδειξη εσωτερικής δύναμης που βάφεσαι διακριτικά και καλόγουστα, και πως οι γονείς του μπορεί ν’ αγωνιούν ή να είναι εντελώς κουλ και να έχουν μερίδιο ευθύνης γι’ αυτήν τη γερή αυτοπεποίθηση. Κανείς δεν ασχολιόταν με το αγόρι, μόνο εγώ.
Ούτε ένας μετέφηβος που φορούσε σταυρό και μαύρα, όπως όλα τα μικρά τώρα – αμφίεση που πραγματικά τα κάνει τρομακτικά έτσι που μαζεύονται σε αγέλες με τα μηχανάκια τους κοντά στους σταθμούς μετρό ή σε παραδρόμους των προαστίων και ρουφάνε τον ατμό τους από τα μυρωδικά τσιγάρα-μπρελόκ τους. Ούτε κάποιες κυρίες που κρατούσαν τσάντες με ψώνια. Ούτε ο τοξικομανής φυσικά, αυτός είχε τα δικά του. Κανείς δεν στράφηκε.
Ο κόσμος μπαινόβγαινε, ανεβοκατέβαινε, τσέκαρε τα κινητά του, χαζοδιάβαζε καμιά γραμμή κι απλώς δεν ασχολιόταν, και σκεφτόμουν ότι μου αρέσουν τα λεωφορεία, σ’ όλες τις πόλεις, γιατί αυτό είναι οι πόλεις, μια απελευθερωτική αδιαφορία, ένα τοπίο που το κάνεις ό,τι θέλεις, και τα δικά μας λεωφορεία, ναι, είναι εντελώς χρεοκοπημένα και βρωμερά, αλλά οι άνθρωποι μέσα δεν είναι τόσο εξαθλιωμένοι τελικά, δεν έχουν πιάσει όντως πάτο – ηθικά μιλώντας. Κάνουν όσα χρειάζεται να κάνουν για να μεταβούν ειρηνικά από το ένα σημείο στο άλλο, και δεν είναι και λίγο αυτό, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τις πιεστικές συνθήκες της ζωής τόσο πολλών υπαλλήλων/εργατών που παίρνουν τα μέσα. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς πόσο συστηματικά υποδεικνύονται εσωτερικοί/εξωτερικοί εχθροί στους ταλαιπωρημένους εργάτες/υπαλλήλους, για να ξεχνούν τα θέματά τους.
Αυτές τις ημέρες γίνεται μία συζήτηση για τον γάμο, ένα συντηρητικό, κατά τη γνώμη μου, θεσμό, που πρέπει ή να καταργηθεί για όλους ή, εφόσον υπάρχει, να είναι μια επιλογή ζωής για όλους, χωρίς διακρίσεις. Τα νομικά επιχειρήματα είναι σαφή και δεν θα τα πω, γιατί δεν είναι θέμα νομικών επιχειρημάτων που καθυστερεί τόσα χρόνια μια απολύτως δικαιολογημένη παρέμβαση. Αλλά σκεφτόμουν τη συζήτηση. Πόσο άσχημα μπορεί να νιώθουν κάποιοι που συζητιέται δημοσίως αν μπορούν να κάνουν παιδιά, αν τα παιδιά τους είναι παιδιά παιδιά ή πόκεμον, αν είναι κάποιου είδους διάβρωση της κοινωνίας, αν η χώρα εγκρίνει γενικώς τους έρωτές τους, την ίδια την προσωπικότητά τους, το ντύσιμό τους; Και μετά σκεφτόμουν το 040 και τον δημόσιο χώρο γενικά, το οφλάιν, το εκτός (της κλασικά κακοποιητικής) τηλεόρασης, τον χώρο εκτός των τοξικών εφαρμογών. Δεν είναι τόσο τρομακτικά εκεί έξω – αλήθεια.
Οι περισσότεροι άνθρωποι απλώς δεν ενδιαφέρονται. Θέλω να πω, πραγματικά, έχουν άλλα να σκεφτούν, κι όταν θα πουν μια ακατέργαστη ανοησία δεν σημαίνει ότι είναι τέρατα, αλλά ότι πρέπει να μιλήσετε –αν θες– για να καταλάβουν πως, πραγματικά, δεν τρέχει κάτι με το να είσαι γκέι, είναι οριακά μία αδιάφορη πληροφορία. Δυστυχώς τα τέρατα δεν έρχονται στη συσκευασία μίας μόνο σεξουαλικότητας. Γκέι ή στρέιτ μπορείς να είσαι πραγματικά απαίσιος. Ή αγέρωχος, θεϊκός, όπως το αγόρι στο 040, που εύχομαι τίποτα ποτέ να μην του σπάσει τον τσαμπουκά. Κι όσο για τα παιδιά, πιστεύει κανείς όντως πως χρειάζονται κάτι άλλο εκτός από λεφτά κι αγάπη; Χρειάζονται το φύλο του γονιού; Να το κάνουν τι; Να «μιμηθούν» τις κινήσεις;