Οποιος διαβάζει ελληνικά, χωρίς να παρακολουθεί από κοντά τα ελληνικά πράγματα, σίγουρα θα μπερδεύτηκε. Τι είχε συμβεί την Πέμπτη στην Αθήνα; Υπέγραψε η Ελλάδα ταπεινωτικές παραχωρήσεις της κυριαρχίας της, χωρίς καν να καταλάβει ότι πέφτει στην παγίδα της τουρκικής δολιότητας; Ή, μήπως, μοίρασε χαμόγελα, συμπάθεια –και μεζέ στον Πίνατ– χωρίς ούτε χιλιοστό διπλωματικής προόδου;
Τι έγινε στην επίσκεψη του Ερντογάν; Συνθηκολογήσαμε; Ή, απλώς, χαριεντιστήκαμε, χωρίς ουσία;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Οι δύο αντίθετες γραμμές κριτικής έμειναν απλώς δέσμιες των στερεοτύπων που συντηρούσαν και πριν από την επίσκεψη, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να δουν την εξέλιξη στη μεσοπρόθεσμη διάρκεια. Τι έχει συντελεστεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην Αθήνα – από το τουρκολιβυκό «μνημόνιο» και τον Εβρο έως τη διακήρυξη των Αθηνών («περί σχέσεων φιλίας και καλής γειτονίας»); Εφτασε μόνη της η Τουρκία του Ερντογάν από την αμφισβήτηση των υδάτων της Κρήτης και την απόπειρα υβριδικής παραβίασης των χερσαίων συνόρων μέχρι το να μην πετάει ούτε κουνούπι στο Αιγαίο;
Υπάρχουν στην Αθήνα όμηροι των στερεοτύπων έτοιμοι να ισχυριστούν ακόμη και αυτό: ότι ο δερβίσης της γεωπολιτικής στρίβει μόνος του, όπου επιλέγει εκείνος κάθε φορά. Και ότι η τωρινή του προσέγγιση με την Ελλάδα είναι άλλο ένα από τα βραχύβια κόλπα του για να μας σύρει στα μεγάλα του στρατηγήματα.
Η ανάγνωση δεν υπερτιμά μόνο τις δυνατότητες του Ερντογάν· υποτιμά, πρωτίστως, την ισχύ της Ελλάδας, όπως ασκήθηκε μεθοδικά τα τελευταία χρόνια, προκειμένου εκείνη να σύρει τον Τούρκο πρόεδρο, από τον επιθετικό αναθεωρητισμό, στον «διάδρομο» της λογικής και του αμοιβαίου συμφέροντος.
Η Ελλάδα αμύνθηκε στον Εβρο, εμβάθυνε την αμυντική συνεργασία με τη Γαλλία, υπέγραψε συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο, επιτάχυνε τον εξοπλισμό της. Εκανε δηλαδή όσα (νομίζουν ότι) της εισηγούνται εκ των υστέρων οι ανησυχούντες. Ταυτόχρονα, ενεργοποίησε όλα τα ερείσματά της ώστε η συμπεριφορά της Τουρκίας να έχει αισθητό κόστος στη σχέση της με την Αμερική. Οι ΗΠΑ επέκτειναν τη στρατιωτική τους παρουσία στην Ελλάδα, την ώρα που «πάγωναν» την αμυντική τους σχέση με την Τουρκία.
Ο απολογισμός είναι βαρετός. Αλλά χρησιμεύει ως αντίδοτο στο εμπόριο φρονήματος, που έχει να προτείνει ως μοντέλο σχέσης με τη γείτονα τη μη σχέση. Δεν μιλάμε, κρατάμε την αναπνοή μας, κάνουμε πως δεν τους βλέπουμε.
Ο άλλος πόλος, που θα ήθελε γενναιότερα βήματα στην ουσία των διαφορών, σνομπάρει ως λίγη την πολιτική της ύφεσης. Ομως, η απόσταση από τον Εβρο στη Χάγη δεν μπορεί να καλυφθεί με ένα σάλτο. Η σύγκλιση προϋποθέτει τη σταθερότητα. Κι αυτό ακριβώς είναι το επίτευγμα των τελευταίων δέκα μηνών στη σχέση με τον δύσκολο γείτονα που μας έταξε η γεωγραφία: η σταθεροποίηση – που δεν ήρθε σαν δώρο της κυκλοθυμίας του αντιπάλου.
Δεν έτυχε. Πέτυχε.