Η κοινοτοπία του περιστατικού αποκλείει εκ των πραγμάτων τη μυθοποίησή του. Δεν υπήρχαν απρόβλεπτες παράμετροι και ιδιάζουσες συνθήκες, δεν συνέβη κάτι εξαιρετικό, για την αντιμετώπιση του οποίου δεν διαθέτουμε γνώσεις, εργαλεία κι εμπειρία. Ο,τι συνέβη έχει ξανασυμβεί ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο. Η γυναικοκτονία στη Σαλαμίνα, με τρόπο σχεδόν τυποποιημένο, μοιάζει βγαλμένη από το άθροισμα όλων των προηγούμενων γυναικοκτονιών που μας απασχόλησαν τα τελευταία χρόνια: μια γυναίκα βρέθηκε εγκλωβισμένη σε μια κακοποιητική σχέση με έναν άνδρα· ο άνδρας απέδειξε έμπρακτα την επικινδυνότητά του ξυλοκοπώντας την· η γυναίκα απευθύνθηκε στην Αστυνομία, η οποία αντιμετώπισε την κατάσταση με δημοσιοϋπαλληλίστικη ραθυμία. Τελικά, με μόνα όπλα της το «panic button» και τη συμβουλή να μη μείνει στο σπίτι της, η γυναίκα κατέληξε νεκρή από το χέρι εκείνου που είχε δώσει όλα τα πιθανά σημάδια ότι θα τη σκότωνε. Καμία πρωτοτυπία. Είχαμε μπροστά μας την κλασική αλληλουχία των απειλητικών γεγονότων όπως αυτή ορίζεται από την απαράλλαχτη μανιέρα του δράστη, είχαμε και τη θανάσιμη προοπτική. Και, για ακόμη μία φορά, κάναμε πολύ λιγότερα από όσα οφείλαμε.
Απογοητευτικές επιδόσεις
Ο τρόπος που η αστυνομία διαχειρίστηκε την υπόθεση (αργά αντανακλαστικά, ανύπαρκτα περιπολικά, δραματικά ελλιπής βοήθεια προς το θύμα της κακοποίησης) είναι τόσο ερασιτεχνικά απρόθυμος που δημιουργεί υποψίες: μήπως δεν ενδιαφέρεται και πολύ να προλάβει ένα προαναγγελθέν έγκλημα; Μήπως το θεωρεί λίγο-πολύ αναπόφευκτο; Αν ναι, υπάρχει βαθύ συνειδησιακό πρόβλημα. Αν όχι, ίσως χρειάζονται μερικές διευκρινίσεις: καλώς υπάρχει το περίφημο «panic button», όμως, όπως μπορεί να καταλάβει και ο πλέον άσχετος με τα της κακοποίησης, η εφαρμογή δεν αποτελεί πανάκεια. Ο κακοποιητής δεν σου δίνει χρόνο να προετοιμάσεις την άμυνά σου· το πλαίσιο της κακοποίησης είναι ρευστό και ακανόνιστο, ενώ συχνά δημιουργεί αφόρητες συνθήκες παγίδευσης. Συνεπώς, το θύμα δεν έχει πάντα πρόσβαση στο κινητό του ή, ακόμη κι αν έχει, είναι πιθανό να μην έχει την πολυτέλεια του χρόνου ώστε να περιμένει την αστυνομία να επέμβει σε ένα πιθανολογούμενο επεισόδιο. Για ποιο επεισόδιο μιλάμε άλλωστε; Ενας άνθρωπος που θέλει να σκοτώσει, επιφέρει τον θάνατο μέσα σε μερικά λεπτά. Η δε αλλαγή στέγης από μόνη της δεν λέει και πολλά. Αν ο δράστης δεν βρει το θύμα στο σπίτι του, θα το αναζητήσει στο σπίτι των δικών του· μια τόσο προβλέψιμη αντίδραση από την πλευρά του θύματος, μάλιστα, αυξάνει τις πιθανότητες πολλαπλασιασμού των θυμάτων. Η πρόληψη των γυναικοκτονιών απαιτεί εντονότερη δράση, περισσότερα μέτωπα βοήθειας και μεγαλύτερη επινοητικότητα.
Τα αυτονόητα
Στις γυναίκες που καταγγέλλουν τον κακοποιητή τους θα πρέπει να χορηγείται άμεσα και αδιαπραγμάτευτα ένα ολοκληρωμένο πακέτο προστασίας: μεταφορά σε δομές φιλοξενίας (τόσο των ιδίων όσο και των παιδιών τους), ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, νομική βοήθεια και γραφειοκρατική/δικονομική διευκόλυνση (δεν νοείται μια γυναίκα με σπασμένο πόδι να υποχρεούται να μεταβεί στο τμήμα για να μηνύσει αυτόν που την ψάχνει για να τη σκοτώσει). Παράλληλα, η ζωή του καταγγελθέντος δεν μπορεί να συνεχίζεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα· όποιο εμπόδιο μπορεί να τεθεί στον δρόμο του μέχρι η καταγγέλλουσα να αποστασιοποιηθεί επαρκώς από αυτόν, πρέπει να τεθεί. Με ποιο σκεπτικό πήρε ο 70χρονος την καραμπίνα του και σκότωσε τη σύντροφό του στο σπίτι της μητέρας της, λίγο αφότου την είχε ξυλοκοπήσει; Με ποιο σκεπτικό πήγε για καφέ μετά τον φόνο; Με το σκεπτικό ότι έχει το ελεύθερο να το κάνει. Το ότι μετά τη σύλληψή του επέδειξε το θράσος του αμετανόητου σχετίζεται επίσης με την ηθική, πρακτική και νομική άνεση που νιώθει απέναντι στο έγκλημά του. Πιστεύει ότι ορθώς σκότωσε τη 43χρονη και ξέρει ότι οι επιπτώσεις του φόνου δεν θα είναι δα και τόσο τρομερές. Πλέον το γνωρίζουμε: το κράτος ανασυντάσσεται τελευταίο. Προηγείται το λαϊκό αίτημα, η κινητοποίηση της κοινωνίας, για την οποία έχουν προ πολλού τελειώσει οι δικαιολογίες «δεν ήξερε, δεν άκουσε, δεν το περίμενε».