Φίλοι αναγνώστες με «μαλώνουν» που συγκρίνω την ελληνική με την αγγλική ποδοσφαιρική πραγματικότητα («Αυτό που μας αξίζει», «Καθημερινή» 14/12/2023), με αφορμή τα επεισόδια στου Ρέντη που κατέληξαν στον σοβαρότατο τραυματισμό του αστυνομικού, ο οποίος συνεχίζει να δίνει σκληρή μάχη για τη ζωή του.
Δεν έχουν άδικο. Μιλάμε για άλλους πλανήτες, για διαφορετικούς γαλαξίες. Από την άλλη, όμως, με ποιον και με ποιους πρέπει να συγκρινόμαστε; Με την Τουρκία, π.χ., όπου είδαμε τι συνέβη πολύ πρόσφατα με τον παράγοντα ομάδας να γρονθοκοπεί διαιτητή; Να συγκρινόμαστε με κάτι ίδιο, παρόμοιο ή και χειρότερο ή με κάτι καλύτερο, κάτι πιο προχωρημένο, από το οποίο να παίρνουμε (αν μπορούμε και αν αντέχουμε) ορισμένα παραδείγματα;
Είναι κατανοητό ότι δεν μπορείς να συγκρίνεις πορτοκάλια με μήλα. Αλλά εδώ μιλάμε για το ίδιο πράγμα στην ουσία, μια μεγάλη, λαοφιλή αθλητική διοργάνωση η οποία έχει σοβαρά προβλήματα, στην ουσία τις παθογένειες που έχει η κοινωνία και η πολιτεία που τη διοργανώνουν.
Κάθε χώρα, κάθε λαός, κάθε κοινωνία, έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, την παράδοση τη δική της και τις δικές της πολιτισμικές εγγραφές. Το πώς καταλαβαίνει μια κοινωνία τον εαυτό της και τις σχέσεις της με τα πράγματα (π.χ., με τη δημόσια τάξη, με τη νομοθεσία, με την ίδια τη βία) είναι αποτέλεσμα πολλών και διαφορετικών παραμέτρων.
Ας μην έχουμε αυταπάτες: Ετσι όπως δεν μπορεί να εξαλειφθεί η βία γενικώς από τις ανθρώπινες κοινωνίες, έτσι δεν θα εξαφανιστεί και ο χουλιγκανισμός, ο οποίος, σε αντίθεση με την Αγγλία, στη χώρα μας έχει μεγάλες διασυνδέσεις με τον ευρύτερο αντιεξουσιαστικό χώρο.
Στην Ελλάδα, το μίσος του οπαδού δεν στρέφεται μονάχα κατά της αντίπαλης ομάδας αλλά, συχνά πρώτα και κύρια, κατά της αστυνομίας. Η οποία, με τη σειρά της, είτε λόγω επιχειρησιακής ανεπάρκειας είτε εξαιτίας εσφαλμένων εντολών από την πολιτική διοίκηση, δεν μπορεί να κάνει σωστά τη δουλειά της.
Η δολοφονία του Μιχάλη Κατσουρή το περασμένο καλοκαίρι ήταν 100% συλλογικό σφάλμα της αστυνομίας. Στου Ρέντη, ωστόσο, ήταν σαφές από την αρχή (και αποδεικνύεται και μέσα από τις έρευνες) ότι τα επεισόδια ήταν οργανωμένα από πριν, αντίπαλοι οπαδοί δεν υπήρχαν, υπήρχαν μόνον οι αστυνομικές δυνάμεις, με τις οποίες οι οπαδοί του Ολυμπιακού εδώ είχαν «βεντέτα» από τα άλλα επεισόδια στο Πανθεσσαλικό Στάδιο.
Πώς διορθώνεται αυτό; Στην πραγματικότητα, δεν διορθώνεται στην ολότητά του. Μπορούν όμως να γίνουν διορθωτικές κινήσεις – ουσιαστικές όμως, και όχι επικοινωνιακού τύπου όπως τώρα με το «λουκέτο» στα γήπεδα.
Και εδώ ας συγκριθούμε με την Τουρκία: μετά την επίθεση παράγοντα σε διαιτητή, αποφασίστηκε το «πάγωμα» του πρωταθλήματος. Πολύ πιο δραστικό και συνεπές συγκριτικά με το δίμηνο «κεκλεισμένων των θυρών». Φαίνεται πως είμαστε μια κατηγορία μόνοι μας στην προβληματική διαχείριση κρίσεων.