Η φοβία είναι μια πραγματικότητα, ακόμη κι όταν το αντικείμενό της δεν είναι πραγματικό. Μπορεί η φοβία σου, ας πούμε, για τα εμβόλια να μη στηρίζεται σε κανένα πραγματικό δεδομένο· η απόφασή σου όμως να μην εμβολιαστείς έχει πραγματικές συνέπειες για εσένα και για τους άλλους. Κι αν στους άλλους βρίσκονται πολλοί που μοιράζονται τη δική σου δοξασία, η εξωπραγματική φοβία καταλήγει να διαμορφώνει πολιτική πραγματικότητα.
Στον τρόπο που ο Αδωνις Γεωργιάδης υπερασπίζεται την κυβερνητική τροπολογία που φέρει την υπογραφή του –για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε μετανάστες που ήδη εργάζονται στην ελληνική επικράτεια– είναι ένα σπάνιο υπόδειγμα: Ο υπουργός, από τη μία, επικαλείται όλα τα δεδομένα που καθιστούν τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης προϊόν πραγματισμού και, από την άλλη, βεβαιώνει ότι συμμερίζεται όλες τις φοβίες που αφυπνίζονται εναντίον της. Από τη μία, εξηγεί την οικονομική ανάγκη που επιβάλλει τη συντεταγμένη εισαγωγή εργατικού δυναμικού. Από την άλλη, διαδηλώνει ότι είναι και ο ίδιος υποτελής του φόβου έναντι της «ισλαμικής εισβολής», και της πολιτισμικής αλλοίωσης. «Για μένα», λέει επί λέξει, «ο λαθρομετανάστης είναι κακό πράμα».
Με αυτή την επικοινωνιακή πραμάτεια, η οποία νομιμοποιεί τις αγωνίες εκείνων που τον αντιπολιτεύονται, ο Γεωργιάδης θα μπορούσε να προκαλεί σύγχυση. Κατορθώνει όμως το αντίθετο. Δείχνει καθαρά πόσο λογικά αδύναμες είναι οι ενστάσεις ενώπιον της αντικειμενικής ανάγκης για τόνωση της οικονομίας με εργατικά χέρια.
Οταν η δεξιά πτέρυγα αναχαιτίζει τη δεξιά πτέρυγα.
Σε επίπεδο εντυπώσεων η επιστράτευση του Γεωργιάδη είναι ακόμη πιο αποτελεσματική. Οι διαμαρτυρόμενες φιγούρες εμφανίζονται να μιλούν στο όνομα μιας «αυθεντικής Δεξιάς». Πόσο όμως μπορούν να συγκινήσουν, όταν απέναντί τους έχουν αυτόν τον υπουργό Εργασίας; Ποιος μπορεί να πείσει ότι είναι πιο δεξιός από τον Αδωνι;
Αυτοί οι χοντροί συμβολισμοί –όπως τους καταγράφει και το καντράν του δεξιόμετρου– καταδεικνύουν ότι η αντιπολίτευση κατά της ρύθμισης του υπουργείου Εργασίας δεν είναι τάχα «ιδεολογική». Αν υπάρχει επιλογή συμβατή με την εθνική ιδεολογία, αυτή θα την υπαγόρευε ευθέως η εθνική οικονομία – η στήριξη της πρωτογενούς παραγωγής στην περιφέρεια, η στελέχωση της βαριάς βιομηχανίας του τουρισμού, η κατασκευή των μεγάλων έργων υποδομής. Θα την υπαγόρευε το μετρήσιμο εθνικό συμφέρον και όχι οι προσωπικές ματαιώσεις και οι μισοθαμμένες πολιτικές μνησικακίες που ντύνονται πάλι σαν δόγματα.
Στην περίπτωση της τροπολογίας επιβεβαιώνεται ότι η κυβέρνηση είναι όχι απλώς η αντιπολίτευση του εαυτού της. Είναι και η αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση του εαυτού της. Αφού και τη δεξιά της πτέρυγα την αναχαιτίζει η δεξιά της πτέρυγα.
Χάρη σε αυτή την πολιτική ομοιοπαθητική –και την αδωνική δραστική ουσία που την επιτελεί– η εσωτερική αντιπολίτευση αποδομείται. Και απομένει ο απόηχος μιας εμμονικής γκρίνιας.