Για χώρα με τόσο μεγάλη έφεση στη δημιουργία λαϊκών ειδώλων, η Ελλάδα επιδεικνύει μια παράδοξη ανικανότητα να κατανοήσει τα κοινωνικά αίτια και τις συνέπειες της ειδωλοποίησης. Κατά μια έννοια, η κατάσταση θυμίζει ανθρώπους που μεθούν και ξεχνούν τι έκαναν το προηγούμενο βράδυ. Ετσι και στην περίπτωση του Βασίλη Καρρά, η απορία για την πάνδημη θλίψη που προκάλεσε ο θάνατός του προδίδει ένα είδος αμνησίας ή αδικαιολόγητης άγνοιας για τον τρόπο που τα πράγματα λειτουργούν στη χώρα. Ο τραγουδιστής δεν ήταν απλώς ένας τραγουδιστής, κατά τον ίδιο τρόπο που οι Ελληνες δεν επιτρέπουν σε κανέναν δημοφιλή καλλιτέχνη να είναι απλώς δημοφιλής καλλιτέχνης. Εχοντας συνδέσει το όνομά του με την πλέον εύγλωττη έκφραση της ερωτικής επιθυμίας, του πόνου και του πάθους, ο Καρράς ήταν ένα σύμβολο εκείνων των συναισθημάτων που γίνονται υποφερτά μόνο όταν εκτονώνονται σαρκικά ή μουσικά – αλλά πάντα κραυγαλέα. Οσοι έκλαψαν τον Βασίλη Καρρά δεν έκλαψαν για τον τραγουδιστή, αλλά για τον εαυτό τους. Πρόκειται για μια κλασική περίπτωση αντανάκλασης διά της τέχνης: ο καλλιτέχνης ως προέκταση του λαού του.
Ποιοτικοί κακής ποιότητας
Πάλι το έκαναν: λίγο καιρό μετά τον τραγικό θάνατο του Μάθιου Πέρι, ενός ακόμη λαϊκού ειδώλου διαφορετικής τάξης, που όμως πυροδότησε κι αυτό έναν καταιγισμό ανοίκειων αντιδράσεων (κάποιοι ανόητοι και γραφικοί συνέδεσαν το «Friends» με την άνοδο του Τραμπ!), οι εχθροί του mainstream αισθάνθηκαν ξανά την ανάγκη να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από το μαζικό λαϊκό αίσθημα ή, ακριβέστερα, από την αισθητική κατηγοριοποίηση που πιστεύουν ότι το λαϊκό αίσθημα συνεπάγεται. Επομένως, την ημέρα του θανάτου του λαϊκού τραγουδιστή και εν μέσω των αφιερωμάτων που αυτός ενέπνευσε, το διαδικτυακό σύμπαν γέμισε και από δηλώσεις διαφοροποίησης: «Εγώ δεν άκουγα Καρρά», «Εγώ δεν ξέρω ούτε ένα τραγούδι του», «Το είδος του είναι πολύ χαμηλού επιπέδου», «Οχι άλλα μπουζούκια!». Κάποιος καλοπροαίρετος δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί: πότε ανάγκασε ο Βασίλης Καρράς κάποιον να τον ακούσει με το ζόρι; Οσο κραταιό κι αν είναι το είδος που εκπροσωπούσε, όση εξουσία κι αν έχει ασκήσει στην εγχώρια ποπ κουλτούρα, τι είναι αυτό που εμπόδισε όσους το εχθρεύονται να στραφούν σε κάποιο άλλο είδος και να αφήσουν το «εμπορικό λαϊκό» στην πλειοψηφική του ησυχία;
Επίδειξη ανωτερότητας
Ξέρουμε γιατί κάνουν ό,τι κάνουν: οι ανασφαλείς άνθρωποι εισπράττουν ικανοποίηση από την ταπείνωση των άλλων· δοκιμάζουν μια ψευδαίσθηση ανάτασης, όταν τους δίνεται η ευκαιρία να παραστήσουν τις φωτεινές εξαιρέσεις ποιότητας σε έναν δήθεν ζοφερό κανόνα ευτέλειας. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου οι ειδολογικές διακρίσεις στην τέχνη μετατρέπονται με δόλια ευκολία σε αξιολογικές, οι θαυμαστές του ενός είδους βρίσκουν στην υποτίμηση του άλλου είδους το πάτημα που χρειάζονται για να διατυπώσουν την ηθική τους ανωτερότητα. Δεν έχει σημασία αν πείθουν πολλούς ή λίγους· αρκεί το ότι πείθουν τον εαυτό τους (για λίγη ώρα). Αλλωστε, στην Ελλάδα έχουμε μακρά παράδοση στον χρησιμοθηρικό ελιτισμό: καλλιτέχνες, ακαδημαϊκοί και πολιτικοί έχουν χτίσει ολόκληρες καριέρες κεφαλαιοποιώντας όχι την αυταξία τους, αλλά την αξία που τους δίνει η σύγκριση με τους στιγματισμένους ως λιγότερο άξιους.
Ανούσια μάχη
Πάντως, η μάχη μεταξύ ποιοτικών και μη ποιοτικών είναι και αυτή τη φορά, όπως και τόσες άλλες πριν από αυτήν, άνευ αντικειμένου. Ο Βασίλης Καρράς δεν διεκδίκησε ποτέ τις δάφνες του ποιοτικού, με την ακαδημαϊκή και αποστειρωμένη έννοια· δεν έδειξε ποτέ να πιστεύει ότι τα τραγούδια και οι εμφανίσεις του ξεκλειδώνουν κάποιο ουράνιο μυστήριο, ακονίζουν την ανθρώπινη διάνοια ή καλλιεργούν κι εξευγενίζουν το πνεύμα. Ο άνθρωπος τραγουδούσε άσματα μπουζουκιών στα μπουζούκια· οι θαυμαστές του τον αγάπησαν μεθυσμένοι και μερακλωμένοι – όχι επειδή ανακάλυψαν νέους κόσμους μέσα από στίχους για τσιγάρα, δηλητήρια και έρωτες. Εφόσον λοιπόν ο ίδιος ο καλλιτέχνης άφησε την εμπορική επιτυχία και τη διαχρονικότητά του να μιλήσουν γι’ αυτόν, αρνούμενος να μυθοποιήσει τον εαυτό του με όρους μουσικής ιδιοφυΐας, η απόφαση των εγχώριων εκπροσώπων του «καλού γούστου» να τον επικρίνουν μόλις αυτός πέθανε, δεν είναι μόνο κακόγουστα ανήθικη, αλλά και άτοπη. Εντάξει, τα μπουζούκια δεν είναι το απαύγασμα του πολιτισμού μας. Ε, και;
Συγκατάβαση
Ατοπη όμως ήταν και η δήλωση της υπουργού Πολιτισμού πως ο Βασίλης Καρράς «ήταν ένα φαινόμενο που δεν κατατάσσεται και δεν ορίζεται». Ατοπη ήταν και μόνο η πρωτοβουλία της να μιλήσει για τον εκλιπόντα. Μια χαρά κατατάσσεται και ορίζεται ο Βασίλης Καρράς, αλλά η κατάταξη και ο ορισμός του προφανώς δεν άπτονται της αρμοδιότητας του υπουργείου Πολιτισμού – ούτε και χρειάζεται να υποκριθούμε πως άπτονται. Ο ελιτισμός δεν έχει μόνο την περιφρονητική του όψη, αλλά και την ενοχλητικά συγκαταβατική. Ο Βασίλης Καρράς όμως δεν έχει ανάγκη μερικά ψίχουλα θεσμικής αποδοχής για τα μάτια του κόσμου· έζησε χωρίς αυτή και η κληρονομιά του θα ζήσει επίσης. Τα μπουζούκια απέχουν από το μέγαρο και αυτό δεν είναι ούτε λόγος ντροπής ούτε λόγος πανηγυρισμού.