Ο Σόιμπλε ήταν η εθνική μας τύψη και, ταυτόχρονα, ένα ψυχικό μας έρεισμα. Μπορούσε ιδανικά να φταίει για τη χρεοκοπία (μας). Και, την ίδια στιγμή, μας επέτρεπε να παροχετεύσουμε σ’ εκείνον όλη την οργή μας. Μας ενοχοποιούσε, αλλά και απορροφούσε ο ίδιος όλες τις ενοχές που μας προκαλούσε.
Χρειάζεται πάντα κάποιος να σου κρατάει από απέναντι ένα κάτοπτρο, για να μπορείς να δεις την όψη σου, έστω κι αν μισείς και τον κομιστή και το κάτοπτρο (για να μη μισήσεις την όψη σου). Στο τέλος εσωτερικεύεις κάτι από το δικό του βλέμμα. Στο τέλος, σου υποβάλλει έναν τρόπο να βλέπεις τον εαυτό σου.
Ενα αποτύπωμα από το παγερό βλέμμα του Σόιμπλε έχει απομείνει στη συλλογική μας αυτογνωσία – που δεν είναι ποτέ τετελεσμένη· που είναι άπιαστος ίσκιος. Μάθαμε να βλέπουμε τα ελλείμματά μας με ρεαλισμό ωμό, δίχως πολύ έλεος – έστω κι αν δεν θα ομολογούσαμε ότι τον τρόπο αυτό μας τον εμφύσησε η παιδαγωγική των επιτηρητών μας.
Σήμερα, στο σημείο συνάντησης των παραποτάμων της Ιστορίας –80 χρόνια από την έναρξη του εμφυλίου, πενήντα χρόνια μετά την εθνική πληγή της Κύπρου από την οποία γεννήθηκε η τρίτη ελληνική δημοκρατία, είκοσι χρόνια από το ολυμπιακό πάρτι από το οποίο ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να ξεδιαλύνει την εποποιία από τη δραχμοβόρα κραιπάλη– τι θα αποκάλυπτε το κάτοπτρο του Σόιμπλε;
Ποιο είδωλο θα επέστρεφε στην καθρεφτιζόμενη χώρα, που υμνείται κιόλας ως ρωμαλέο υπόδειγμα σταθερής προόδου σε έναν άστατο κόσμο;
Σήμερα, οι προσδοκίες του ανανήψαντος έθνους παραμένουν πεζές. Ζώντας στην Ελλάδα, εύχεσαι ακόμη:
Να μπορούσες να περάσεις στο πανεπιστήμιο, χωρίς η οικογένειά σου να χρειάζεται να δαπανήσει μια μικρή περιουσία στα φροντιστήρια. Να είχες ίσες ευκαιρίες με εκείνους που μπορούν να πληρώσουν τα ιδιωτικά σχολεία.
Να είσαι 30 ετών και να μπορείς με τον μισθό σου να νοικιάσεις ένα σπίτι στην Αθήνα. Να μην είσαι οικονομικά δέσμιος του λώρου με την οικογένεια.
Να μη φοβάσαι ότι αν αρρωστήσεις θα πρέπει να χρεωθείς για να εξασφαλίσεις ανθρώπινη περίθαλψη.
Να είσαι γυναίκα και να σου προσφέρονται οι ίδιες δουλειές και οι ίδιες αμοιβές με τους άνδρες.
Να μπορείς άφοβα να πας στο γήπεδο με το παιδί σου.
Να μπορείς να ορίσεις τη ζωή σου, χωρίς το κράτος να αποφασίζει ποιος είναι ο «νόμιμος» τρόπος να κάνεις οικογένεια.
Να μπορείς να νιώθεις ένοχος –και όχι μάγκας– όταν πληρώνεσαι και πληρώνεις μαύρα.
Σήμερα, παρά τη μεγάλη πρόοδο της μεταχρεοκοπικής ανάρρωσης, γεννιούνται νέες ανάγκες. Γεννάται μια νοσταλγία για τα κεκτημένα, που η νέα επισφάλεια έχει ακυρώσει, μεταφράζοντάς τα πάλι σε προσδοκίες.
Δεν μπορείς πια να καλλιεργείς και να απολαμβάνεις τη φύση, βέβαιος ότι θα την έχεις άκαυτη και του χρόνου.
Δεν μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα σε περιμένει η ανεμελιά του ελληνικού καλοκαιριού στο Αιγαίο. Περιμένει άλλους. Δεν μπορείς καν να είσαι σίγουρος ότι το νησιωτικό σύμπαν θα επιζήσει, έστω και απρόσιτο για σένα.
Δεν μπορείς να είσαι ασφαλής ότι θα αναγνωρίζεις την αθηναϊκή γειτονιά σου.
Δεν μπορείς να ελπίζεις ότι, με μόνα εφόδια τις σπουδές και τις ικανότητές σου, θα φτάσεις κάποτε εκείνους που ξεκινούν στον στίβο πολλά μέτρα πιο μπροστά χάρη στο προβάδισμα που κληρονόμησαν. Χάρη σε αφορολόγητες γονικές παροχές.
Δεν μπορείς να ελπίζεις ούτε σε δάνειο.
Δεν μπορείς να διαφωνείς, χωρίς να κινδυνεύεις από τα νύχια του διαδικτυακού φανατισμού. Δεν μπορείς να μιλάς και να γράφεις, χωρίς να μετράς κάθε συλλαβή στη ζυγαριά της μιας ή της άλλης ορθοδοξίας.
Μπορείς όμως να συντάσσεις μεροληπτικούς καταλόγους με προβλήματα του πρώτου κόσμου, χωρίς τις υπαρξιακές αγωνίες που σκίαζαν το πρόσφατο χρεοκοπικό παρελθόν. Μπορείς να οικονομείς έτσι τον χρόνο, ώστε να χωράει και πολυτελείς ανασφάλειες.