Στην πολύ δημοφιλή, τις τελευταίες μέρες, ερώτηση «Τώρα αυτόν ποιος θα τον κλάψει;» η απάντηση είναι προφανής: τον Γιώργο Λυγγερίδη, ο οποίος πέθανε στην εντατική έπειτα από τη δολοφονική επίθεση που δέχτηκε με φωτοβολίδα, θα θρηνήσουν η οικογένεια και οι φίλοι του. Ο πειρασμός των εκρηκτικών συγκρίσεων με άλλες τραγωδίες είναι μεγάλος, αλλά θα ήταν σφάλμα να ενδώσει κανείς σ’ αυτόν. Ούτως ή άλλως, και τους νεκρούς-σύμβολα, για τη μνήμη των οποίων μπαίνουν φωτιές, σπάνε πεζοδρόμια και καταστρέφονται βιτρίνες, πάλι οι δικοί τους τούς θρηνούν. Μόνο ο στενός κύκλος υποφέρει από την απώλεια και θυμάται τον νεκρό όπως ήταν. Το σόου γύρω από τον θάνατο λίγη σχέση έχει με τον αδικοχαμένο και περισσότερη με όσους έχουν συμφέρον να τον εργαλειοποιήσουν ιδεολογικοπολιτικά. Δεν είναι λοιπόν αιτία δυσαρέσκειας και ανησυχίας το ότι η δολοφονία του 31χρονου αστυνομικού δεν θα ξεσηκώσει επανάσταση και viral κλάματα. Η προσοχή θα ήταν προτιμότερο να στραφεί αλλού: στα κοινωνικά αίτια της επίθεσης, στην ευκολία με την οποία αυτή συνέβη, στους εμπλεκόμενους, στο πώς ο χουλιγκανισμός και οι ακραίες ιδεολογίες συμπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Οποιοι ζητούν λαϊκά και θεσμικά δάκρυα για να νιώσουν ικανοποιημένοι, ας σκεφτούν ότι η άμεση εκτόνωση είναι ο συντομότερος δρόμος προς τη λήθη.
Θεσμική αερολογία
Γι’ αυτό και η δήλωση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη πως η σύλληψη όλων των εμπλεκομένων στη δολοφονία «είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη» του νεκρού και «η οφειλόμενη ανταπόκριση στο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για δικαιοσύνη» ήταν κατώτερη των περιστάσεων. Σε μία ευνομούμενη πολιτεία, η απόδοση δικαιοσύνης δεν είναι φόρος τιμής, αλλά νομική υποχρέωση του κράτους. Επιπλέον, το κράτος δεν αποδίδει δικαιοσύνη για να ανταποκριθεί σε ένα κοινωνικό αίτημα – κάτι τέτοιο θα ήταν, αντιθέτως, εξαιρετικά επικίνδυνο. Κι αν δεν υπάρχει κοινωνικό αίτημα; Κι αν ένα έγκλημα χαίρει αποδοχής; Τιμωρείται λιγότερο ή μένει ατιμώρητο; Η Δικαιοσύνη υπέρκειται της κοινωνίας και ενεργεί επ’ αγαθώ της, όχι κατά παραγγελία. Αγαθό, όμως, δεν σημαίνει και τερπνό· το δικαστήριο διατηρεί και πρέπει να διατηρεί το δικαίωμα να γίνει δυσάρεστο στις μάζες. Ως εκ τούτου, η δικαιοσύνη πρέπει να αποδίδεται ανεξάρτητα από το αν υπάρχει «κοινωνικό αίτημα», δηλαδή χωρίς να υπολογίζει κατά πόσο η τιμωρία του εκάστοτε εγκληματία θα ικανοποιήσει την κοινή γνώμη. Η συναισθηματικοποίηση της δικαιοσύνης (φόρος τιμής) και η σύνδεσή της τόσο ως έννοιας όσο και ως θεσμού με το κοινό αίσθημα είναι ο λόγος που η Δικαιοσύνη λειτουργεί τόσο ελαττωματικά στη χώρα· είναι ο λόγος για τον οποίο οι δικαστές συχνά δυσκολεύονται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αισθάνονται ανασφάλεια ή επαναπαύονται και επιτελούν το λειτούργημά τους οκνηρά και πλημμελώς.
Το νόημα της ποινής
Η βαριά τιμωρία του 18χρονου φερόμενου ως δράστη και όσων συνέδραμαν το έγκλημά του είναι ταυτόχρονα απαραίτητη αλλά και προβληματική. Ναι, ο εγκληματίας πρέπει να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις του εγκλήματός του και να αποτελέσει ενεργό παράδειγμα προς αποφυγή. Πρέπει να λειτουργήσει ως φόβητρο που θα διαρρήξει τη λογική του «σιγά το πράγμα, σε λίγα χρόνια θα είμαι έξω», υπενθυμίζοντας στους επίδοξους μιμητές του τι μπορεί να πάθουν. Αυτό που δεν μας συμφέρει, ωστόσο, είναι οι υπεύθυνοι του εγκλήματος να γίνουν ένας συμβολισμός παροδικής κρατικής πυγμής και τίποτα παραπάνω. Αν η νομοθετική εξουσία των βιαστικών νομοθετημάτων και η δικαστική εξουσία των φιλολαϊκών αποφάσεων εγκύψουν με υπερβάλλοντα ζήλο σε μία εγκληματική περίσταση απλώς για να προστατεύσουν τη φήμη τους, δεν στέλνουν μήνυμα ελπίδας σε μία ευάλωτη κοινωνία, αλλά το αντίθετο: είναι σαν να λένε «Τιμωρούμε αυτόν τώρα για να μη διαμαρτύρεστε για άλλους μετά». Ομως οι ευεργετικές πρωτοβουλίες που δουλεύουν κατ’ εξαίρεση δεν είναι πράγματι ευεργετικές. Να βγουν στο φως οι εγκληματικές οργανώσεις· να τιμωρηθούν οι μικροί και οι μεγάλοι γκάνγκστερ της καθημερινότητας. Οχι όμως μία φορά, αλλά τώρα και πάντα.