Η ανακοίνωση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου για το πόρισμα της υπόθεσης των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, όπως ήταν φυσικό, ενόχλησε πολλούς και κάποιους άλλους τους θύμωσε. Στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν ήταν λίγοι αυτοί που επένδυσαν επαγγελματικά και πολιτικά και τώρα αισθάνονται πως έχασαν. Δεν θα αναφερθώ στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διαμαρτυρόμενοι καθώς, όπως και αυτοί, κι εγώ δεν έχω διαβάσει τις 300 σελίδες της δικογραφίας που τεκμηριώνουν την απόφαση της κ. Γεωργίας Αδειλίνη. Υποθέτω –για να μην πω ότι είμαι σίγουρος– πως ισχυρά τεκμήρια έθεσαν την υπόθεση των παρακολουθήσεων στο αρχείο από τη μια μεριά και οδήγησαν στην παραπομπή στη Δικαιοσύνη τέσσερις εμπλεκόμενους ιδιώτες.
Διαβάζοντας τις ενστάσεις των διαμαρτυρομένων διέκρινα σε αυτές εκτός από μια αμηχανία και την εισαγωγή στην κρίση τους εξωδικονομικών κριτηρίων. Ετσι, πανεπιστημιακός δάσκαλος αναφέρθηκε «σε αποφάσεις που προσβάλλουν τη νοημοσύνη των πολιτών». Υπάρχει κάποιο ασφαλές μέτρο που όχι μόνο καταγράφει με πιστότητα τη νοημοσύνη των πολιτών, αλλά την ερμηνεύει συγχρόνως κατά τρόπο αντικειμενικό; Πόθεν προκύπτει ότι οι πολίτες επιθυμούν να βγει αυτή η απόφαση και όχι η άλλη; Από δημοσκοπήσεις; Από πότε οι πεποιθήσεις μιας ομάδας ατόμων θεωρείται ότι εκφράζουν όλη την κοινωνία; Πολύ φοβούμαι ότι ο έγκριτος καθηγητής μπάζει από το παράθυρο το απορριπτέο «περί δικαίου λαϊκό αίσθημα», με το οποίο θα πρέπει να συντονίζονται οι δικαστές. Δεν προεκτείνω τη σκέψη μου διότι θα οδηγηθώ στην οχλοκρατική εικόνα που παρουσιάζουν οι αίθουσες των δικαστηρίων μας κατά την εκδίκαση υποθέσεων «κοινωνικού ενδιαφέροντος».
Μήπως οι δικαστικοί λειτουργοί δεν θα πρέπει να διαμορφώνουν τη δικανική κρίση τους με βάση το αποδεικτικό υλικό, αλλά αφουγκραζόμενοι την κοινωνία;
Αλλά και ένας σοβαρός πολιτικός σχολιαστής, και αυτός δυσαρεστημένος με την ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, έγραψε πως «η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να αδιαφορεί για τις προσδοκίες που έχει η κοινωνία από την έκβαση μιας έρευνας, μιας προκαταρκτικής εξέτασης ή μιας δίκης». Τι σημαίνει αυτό το «δεν μπορεί να αδιαφορεί;», μήπως το ότι οι δικαστικοί λειτουργοί δεν θα πρέπει να διαμορφώνουν τη δικανική κρίση τους με βάση το αποδεικτικό υλικό, αλλά αφουγκραζόμενοι την κοινωνία; Ποια κοινωνία; Δεν υπάρχει μια ενιαία έκφρασή της. Στα κρίσιμα ζητήματα τις περισσότερες φορές οι γνώμες διίστανται. Αλλά και να υπήρχε ενιαία έκφραση, οι προσδοκίες της με τι προσλαμβάνουσες παραστάσεις θα διαμορφώνονταν; Και γιατί οι δικαστές, αν τα δικά τους στοιχεία θα ήταν ακλόνητα, θα έπρεπε να τα βάλουν στην άκρη για να μην αδιαφορήσουν για τις «προσδοκίες της κοινωνίας;».
Αναντίρρητα η υπόθεση των παρακολουθήσεων εγείρει μερικά ερωτήματα διαφορετικά από αυτά που θέτουν οι διαμαρτυρόμενοι, με δεδομένο ότι και αυτοί παραδέχονται το νομότυπο των επισυνδέσεων. Το βασικότερο ερώτημα είναι πλέον ποιοι και γιατί παρακολουθούσαν με την εφαρμογή predator 28 Ελληνες πολίτες; Ποιο ήταν το κίνητρό τους; Τι το ιδιαίτερο έκανε ο καθένας από τους 28; Ερωτήματα που όπως φαίνεται δεν θα απαντηθούν.