Αυτές οι Ησυχες Μέρες του Αυγούστου, οι πέριξ του Δεκαπενταύγουστου ιδίως –περίοδος γενικευμένης σχόλης και κολοφών της κρατικής αεργίας–, l είναι οι μέρες που κοπάζουν ολίγόν τι κι οι «πολιτικές αψιμαχίες». l Πλην «των προβλημάτων της καθημερινότητας, τα οποία δεν πάνε διακοπές», διαπίστωσε κι ο πρωθυπουργός. l Η αλήθεια είναι ότι το άχθος του κυκλοφοριακού της Αθήνας το πήραν μαζί τους στα θέρετρα οι φυγάδες του Αυγούστου – αυτό πήγε διακοπές. l Δείτε υπέροχους δρόμους χωρίς τις τροχαίες αποκαρώσεις, l ακούστε γαλήνη στη γειτονιά, χωρίς κεραυνώδεις εξατμίσεις κομπλεξικών δικυκλιστών, l μυρίστε ευωδιαστή ανάσα του πράσινου μέσα στη ζέστη, όπου υπάρχει l – καλά, και τη δυσοσμία των σκουπιδιών του Δουκάτου, ο ηγέτης του οποίου περί άλλα μεγαλεία τυρβάζει, καθότι μας προέκυψε αρχολίπαρος και μάλιστα επειγόμενος. l Παρόντα άπαντα τα άλλα «καθημερινά» της επικρατείας – ακρίβεια, αναβροχιά, καύσωνες αλυσιδωτοί κι ηλεκτροβόροι, δασοπυρκαγιές αβέρτα, έστω κι επαρκώς αντιμετωπιζόμενες μέχρι στιγμής (φτου να μην το ματιάσουμε το σπάνιο γεγονός), l ελλείψεις ιατρών στο Δημόσιο, που τους σπουδάζουμε επί έτη και έτη δωρεάν και κατόπιν μην τους είδατε εντός κι εκτός συνόρων, άνευ ουδεμιάς υποχρέωσης προς τους χορηγούς των σπουδών τους l κ.ά. πολλά γνωστά κι αφόρητα. l
Καλώς σας βρίσκω λοιπόν, είτε διάγετε παρά θίν’ αλός ή στα όρη και στα βουνά, είτε επιστρέψατε πια, είτε παραμένετε οίκοι φέτος όλο το καλοκαίρι, όπως κι εγώ· l – δεν βαριέστε, συνόμοροι, θέρος είναι θα περάσει· l έρχονται ενίοτε καιροί που «Οίκοι βέλτερον είναι, επεί βλαβερόν το θύρηφιν» – το ξεπόρτισμα δηλαδή, όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών. l Αλλωστε πού να πας; l Το έξω-ξεπόρτισμα που συνήθιζα πολλά χρόνια, φέτος κατέστη απαγορευτικά κοπιώδες, το δε εντός επικρατείας αποφεύγω προ πολλού συστηματικά, καθώς τα μαγευτικά ελληνικά καλοκαίρια, που τ’ αλώνισα κάποτε, είναι κι αυτά απαγορευμένα – για άλλους λόγους: l λίγες φορές που το τόλμησα μαύρισε η ψυχή μου για την κατάντια τους και για τα μυαλά που κυβερνάμε ως κοινωνία και ως κράτος. l Μεγάλο λόγο λέω, αλλά αυτή είναι η αλήθεια μου – την οποία άλλωστε ομολογούν πια και οι ντόπιοι, l μιλώντας «για χαμένους παραδείσους» τους, αφού πρώτα παρέδωσαν εκθύμως στους «εισβολείς» τη γη και το σπάνιο ύδωρ τους. l Θησαυρίζοντες εντωμεταξύ ουκ ολίγοι εξ αυτών, σε άνετα ή και πολυτελή αθηναϊκά χειμαδιά. l
«Ο τόπος έχει αλλάξει, και δεν είναι πια, δεν εί / ναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν, όσοι μονάχα / εμποδισμένοι και νυχτερινοί.
–δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν–
Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή, τι σκοτεινό / ανατρίχιασμα στους λάκκους, σημάδια που άλλο / τε, μικρός περιηγητής,
–Τι σκοτεινό ανατρίχιασμα στους λάκκους–».
Αυτές τις «ήσυχες μέρες» η Τζένη Μαστοράκη, ακριβή ποιήτρια, εκλεκτή μεταφράστρια (μεταξύ άλλων, δις, σε μνημειώδεις μεταφράσεις –1978 η πρώτη και μετά 30 χρόνια, από την αρχή πάλι–, τον αειθαλή «Φύλακα στη σίκαλη» του Σάλιντζερ), η φίλη Τζένη, συμφοιτήτρια στο Αθήνησι και αργότερα συνάδελφος στους ανασυντάκτες των δελτίων ειδήσεων της ΕΡΤ τον πρώτο καιρό της Μεταπολίτευσης, η αθόρυβη αν και ένδον πυρέσσουσα Τζένη μετετάγη σε άλλους κόσμους. l Τις δύο πρώτες στροφές από το ποίημά της «Ο τόπος έχει αλλάξει» παρέθεσα παραπάνω· l βαθιά, υποβλητική η «φωνή» της κι εδώ, όπου έβαλε ισάξια μουσική άλλος μεταταγείς φίλος, ο Θάνος Μικρούτσικος, στο έργο του «Ο Αμλετ της σελήνης» με τον Χρήστο Θηβαίο (Μίνως-ΕΜΙ 1996). l
Και, φως: υπέροχες ώρες, κολλημένος στις μεταδόσεις της Ολυμπιάδας του Παρισιού, παρέα με τη δροσιά των νιάτων και τον ευλογημένο ιδρώτα των αθλητών – των δικών μας παιδιών πρωτίστως. l Αλλά γι’ αυτά, στο επόμενο.