Αν μπορούσε να παρατηρήσει κανείς την πορεία του πλανήτη από απόσταση, θα εκπλησσόταν από την τυφλή πορεία του προς την περιβαλλοντική καταστροφή. Oι επιπτώσεις από την κλιματική κρίση είναι παρούσες και εκδηλώνονται με απρόσμενα ταχείς ρυθμούς. Δεν αποτελούν, όμως, πολιτική προτεραιότητα. Οι ηγεσίες όλου του κόσμου ομνύουν στη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος, νομοθετούν μέτρα για τις εκπομπές άνθρακα και ευνοούν την παραγωγή και τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια. Συγκριτικά ωστόσο με το μέγεθος του προβλήματος τα μέτρα είναι ανεπαρκή, ευνοούν τα πολύ μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα και είναι άδικα για τους πολλούς. Πρώτον, αυξάνουν το κόστος της καθημερινής τους ζωής (όπως συμβαίνει με την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος). Δεύτερον, είναι ελιππή, όπως φαίνεται από την απουσία επενδύσεων στις δημόσιες συγκοινωνίες και τη συνεχή επέκταση του κτισμένου περιβάλλοντος. Από την κλιματική αλλαγή υποφέρουν οι φτωχότεροι πολίτες, στις λιγότερο ευνοημένες περιοχές. Η κλιματική αλλαγή δεν βαραίνει το ίδιο όλους. Δεν μπορεί επίσης να μας διαφεύγει ότι οι δύο μεγάλοι πόλεμοι που σκιάζουν τον πλανήτη αυτή τη στιγμή δεν διεξάγονται με πράσινα πυρομαχικά και οικολογικά όπλα. Ούτε τα γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράμ-ματα είναι φιλοπεριβαλλοντικά.
Τούτων δοθέντων, και μπρος στις περιβαλλοντικές καταστροφές που συμβαίνουν η μία μετά την άλλη, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει μια περιβαλλοντική κινητοποίηση; Γιατί τα πράσινα κόμματα τραβούν απειροελάχιστη υποστήριξη; Γιατί η Αριστερά και γενικότερα τα προοδευτικά κόμματα δεν προτάσσουν την περιβαλλοντική ατζέντα ως επείγουσα; Οι απαντήσεις εν μέρει είναι γνωστές. Ο φόβος της ανεργίας –που εντείνεται από τις εφαρμογές των αυτοματισμών και τον διεθνή ανταγωνισμό–, η προσπάθεια να διατηρηθεί το υπάρχον βιοτικό επίπεδο, οι κοινωνικές ανισότητες που βαραίνουν όλες τις μορφές του βίου αποτελούν προτεραιότητες, και μάλιστα ιστορικά κατοχυρωμένες. Τα περισσότερα κόμματα που μεταπολεμικά βασίστηκαν στην επιδίωξη βελτίωσης των κοινωνικών ανισοτήτων, ήδη έχουν χαλαρώσει τους δεσμούς τους με τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, τα οποία δείχνουν προτίμηση προς κόμματα της άκρας Δεξιάς, τα οποία είτε αρνούνται τα περιβαλλοντικά προβλήματα είτε τα αποδίδουν στους μετανάστες.
Υπάρχει, βέβαια, κάτι βαθύτερο, το οποίο αφορά κατεξοχήν τα αριστερά κόμματα, αλλά όχι μόνον αυτά. Το ζήτημα της βιωσιμότητας του περιβάλλοντος δεν αφορά μόνο τη στροφή στην πράσινη ενέργεια ή στα φιλοπεριβαλλοντικά υλικά. Αν η κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται, αν τα πράσινα υλικά συνεχίζουν να καλύπτουν τον έδαφος της Γης σε έκταση, βάρος και ύψος, το αποτέλεσμα για το περιβάλλον θα είναι το ίδιο και χειρότερο. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει, και αν σε κάποιο βαθμό το έχουμε δεν έχει γίνει κοινός τόπος, ότι τουλάχιστον ο ανεπτυγμένος κόσμος έχει εξαντλήσει τα δικαιώματά του στον πλανήτη, τις δυνατότητες, δηλαδή, που του παρείχε ο πλανήτης, προ πολλού. Συνεχίζει η ανάπτυξη να αποτελεί τη πρώτη και αναντίρρητη προτεραιότητα. Ακόμη περισσότερο, η επιδίωξη της ευημερίας δεν συνοδεύτηκε από κριτική στην κατανάλωση. Μπείτε σε οποιαδήποτε ροή ειδήσεων. Υπάρχει μια ακατάπαυστη λατρεία του πλούτου, της άνεσης, της ταχύτητας, της αφθονίας, της δύναμης, της επίδειξης. Ποιος νοιάζεται για μια ζωή που ακολουθεί το περιβάλλον και δεν το πληγώνει; Επομένως, καλή η πράσινη μετάβαση, αλλά χωρίς περιορισμό της σπατάλης, χωρίς έναν ριζικό αναπροσανατολισμό των αναγκών, η ραγδαία επιδείνωση των περιβαλλοντικών όρων δεν πρόκειται να αναχαιτισθεί. Ποιο κόμμα μπορεί να ζητήσει από τους οπαδούς ολιγάρκεια, όταν όλοι πλειοδοτούν στα περισσότερα; Και ακόμη και αν τη ζητήσει, πώς μια οικολογικά ευαίσθητη ολιγάρκεια δεν θα ακούγεται σαν τη λιτότητα υπέρ της οποίας κήρυττε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε; Αλλά το κύριο ζήτημα είναι ότι ακόμη κι αν τα πει αυτά, πώς θα τα συνταιριάσει με την κοινωνική δικαιοσύνη; Μπορεί να ζητήσει ολιγάρκεια αδιακρίτως και από τους φτωχούς και από τους πλούσιους; Τι θα τους πει;
Ποιο κόμμα μπορεί να ζητήσει από τους οπαδούς ολιγάρκεια, όταν όλοι πλειοδοτούν στα περισσότερα; Και ακόμη και αν τη ζητήσει, δεν θα ακούγεται σαν τη λιτότητα υπέρ της οποίας κήρυττε ο Σόιμπλε;
Και όμως, η σύζευξη μιας πολιτικής ανθεκτικότητας με την κοινωνική δικαιοσύνη είναι εκ των ων ουκ άνευ. Πολλά οικο-αριστερά κόμματα σε όλο τον κόσμο την έχουν αγκαλιάσει. Και ως προς την ειδική φροντίδα για τις πιο ευάλωτες στις περιβαλλοντικές καταστροφές κοινότητες, και ως προς την κατανομή των βαρών της πράσινης μετάβασης αναλόγως των οικονομικών δυνατοτήτων, και ως προς τη δημιουργία συλλογικών δομών ανθεκτικότητας και ενεργειακών κοινοτήτων. Χρειάζεται όμως από τις γενικές διακηρύξεις αυτά να γίνουν προγράμματα, αντιλήψεις, θέσεις. Εκείνο που κυρίως χρειάζεται είναι να αποκτήσουν αξία ως αλλαγή πολιτισμικών προτύπων.
Οι περισσότερες χώρες, μεγάλες και μικρές, και η Ελλάδα ανάμεσά τους, δείχνουν ανίκανες να μπουν σε μια διαδικασία ριζικής αναθεώρησης των πολιτικών και κοινωνικών προτεραιοτήτων. Αλλά αυτή η κρίση του περιβάλλοντος δεν είναι μια οποιαδήποτε ιστορική κρίση που απαιτεί την αναδόμηση των κοινωνικών προτεραιοτήτων. Κοιτάζοντας πώς το ανθρώπινο γένος ανταποκρίθηκε στις μεγάλες κλιματικές αλλαγές από την Πλειστόκαινο στην Ολόκαινο εποχή, καταλαβαίνουμε ότι η μετάβαση στην Ανθρωπόκαινο εποχή –στην οποία οι ανθρώπινες δραστηριότητες τροποποιούν το κλίμα του πλανήτη– θα είναι ασύλληπτη. Βέβαια, τις μεγάλες αλλαγές δεν τις αντιλαμβάνονται οι κοινωνίες όταν συμβαίνουν, ώστε να προσαρμοστούν. Αλλά σε σύγκριση με τους ανθρώπους που έζησαν λ.χ. την υποχώρηση των παγετώνων, σήμερα οι άνθρωποι έχουν το εργαλείο της επιστήμης. Και η επιστήμη αποτελεί συνείδηση αυτών των μεταβολών και ιδίως του καταλυτικού μεγέθους τους. Είναι συζητήσιμο ωστόσο αν οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν κυρίως τις πολιτισμικές υποδοχές να χρησιμοποιήσουν τα πορίσματά της. Είμαστε ακόμη παιδιά της βιομηχανικής εποχής και το μυαλό μας δουλεύει θεωρώντας τη φύση τρόπαιο προς κατάκτηση και νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες.
*Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.