Λέμε συχνά πως η ίδια η Μεταπολίτευση έχει συνώνυμο το ΠΑΣΟΚ, που κλείνει κι αυτό πενήντα χρόνια, πολλά εκ των οποίων ως ο πολιτικός ηγεμών της χώρας. Γι’ αυτό και τείνουμε να μετράμε τις επιτυχίες και τις αποτυχίες της πενηντάχρονης δημοκρατίας μας με βάση την πορεία του κόμματος που ενέπνευσε (αλλά και δίχασε) πολύ και που εκτοξεύτηκε στην κορυφή και καταβαραθρώθηκε όσο κανένα άλλο. Oμως, παρότι πάντα επιστρέφουμε στην αφετηριακή στιγμή της διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη, στην πραγματικότητα είχαμε πολλά ΠΑΣΟΚ που τη διαδέχτηκαν: το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, μετά του Σημίτη, του Γιώργου, του Βενιζέλου και της Φώφης Γεννηματά, και βέβαια το τωρινό του Ανδρουλάκη. Αυτό που επιβιώνει όμως σαν λόγος – ταύτιση – επιθυμία είναι το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, σαν τα άλλα να μην υπήρξαν ποτέ.
Υπάρχει κάτι το σχεδόν υπαρξιακό, δομικό και ταυτοτικό στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα. Γι’ αυτό και η παράταξη πάντοτε επιστρέφει εκεί. Ακόμη και στην εκσυγχρονιστική περίοδο Σημίτη δεν σταμάτησαν οι αναφορές στον ιδρυτή του, παρότι ένα μεγάλο κομματικό τμήμα απείχε πλέον παρασάγγας από τις θέσεις και τις πρακτικές του. Ο σημιτικός εκσυγχρονισμός, η άλλη μεγάλη παρακαταθήκη του ΠΑΣΟΚ, συχνά τοποθετείται στον αντίποδα του Ανδρέα είτε από πολέμιους, που τον στηλιτεύουν ως δούρειο ίππο του νεοφιλελευθερισμού είτε από υπερασπιστές, που ομνύουν στον ηγέτη που προσπάθησε να σπάσει τον φαύλο κύκλο του λαϊκισμού. Και πάλι όμως, όταν μιλάμε για το φαντασιακό ΠΑΣΟΚ, το μυαλό μας δεν πάει στον Σημίτη, αλλά στον Ανδρέα. Γιατί ο Σημίτης είχε μεν το τιμόνι της χώρας, αλλά όχι και του όλου ΠΑΣΟΚ, μέσα στο οποίο δεν έχαιρε κοινής αποδοχής και δημοφιλίας. Και παρότι η πρωθυπουργία του αναγνωρίζεται πλέον, όχι μόνο από την Κεντροαριστερά, αλλά και από την Κεντροδεξιά, ως μια περίοδος προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και τομών στην ελληνική κοινωνία, παρά τις επιμέρους επικρίσεις, επιστρέφουμε τελικά πάντα στον Ανδρέα και στα καλύτερά μας χρόνια. Ισως επειδή κάποιοι διάβασαν την περίοδο Σημίτη ως πρόδρομο της κρίσης – πράγμα μάλλον τραβηγμένο.
Τι θυμόμαστε από το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου πέρα από τη χρεοκοπία; Από το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου πέρα από τη συγκυβέρνηση και τη βύθιση του κόμματος; Της Φώφης πέρα από την αγωνιώδη προσπάθεια να το ανεβάσει πάνω από τα χαμηλά μονοψήφια ποσοστά; Του Νίκου Ανδρουλάκη πέρα από το γεγονός πως απέτυχε να κάνει το sorpasso, κοινώς την προσπέραση του ΣΥΡΙΖΑ; Ο τεχνοκράτης, ο ευφυής, ο μεταρρυθμιστής, η ισορροπίστρια, ο νέος και άφθαρτος: όλοι ανεξαιρέτως ωχριούν μπροστά στον ένα και μοναδικό, τον Ανδρέα της καρδιάς μας. Δεν είναι τυχαίο πως τουλάχιστον δυο από τους διεκδικητές της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ στην κούρσα της διαδοχής του Οκτωβρίου αναφέρθηκαν ονομαστικά στον Ανδρέα. Ο μεν Γιάννης Κανελλάκης είπε με δραματικό στόμφο πως «δεν θα τον προδώσει ποτέ», ενώ ο αστός Παύλος Γερουλάνος εμφανίστηκε ως οιονεί κληρονόμος των αξιών του ριζοσπαστικού, λαϊκού ΠΑΣΟΚ, δηλώνοντας πως «έψαξε, βρήκε και μελέτησε όλα τα βασικά κείμενα του Ανδρέα και των συνεργατών του, από την ίδρυση του Κινήματος μέχρι το 1981». Η παρακαταθήκη του είναι τόσο βαριά που δεν επιτρέπει τελικά τον πλήρη απογαλακτισμό του χώρου, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατό του. Σαν προτομή βγαλμένη μέσα από γελοιογραφία του Χαντζόπουλου (ή ακόμη καλύτερα τον Don Giovanni του Μότσαρτ) παραμένει εκεί, ως πεθαμένος κομεντατόρε, άγρυπνος φρουρός και κριτής των πάντων. Πώς μπορείς να συναγωνιστείς ένα φάντασμα, μια ιδέα, τον προπάτορα τον ίδιο, και να μη βγεις λειψός; Οσα προσόντα κι αν έχουν οι επόμενες-οι η σύγκριση θα είναι αδυσώπητη.
Για κάποιους ευθύνεται για όλα τα λάθη, τις αστοχίες και τις αγκυλώσεις της χώρας, με τον λαϊκισμό του να υποσκάπτει τις μεταρρυθμίσεις και τις βαθιές τομές που έφερε.
Ομως, οι αναφορές στο ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ δεν περιορίζονται στον στενό κομματικό πυρήνα. Είναι γνωστή η μόδα της νοσταλγικής ενθύμησης των «καλών χρόνων» και του homo no economicus των ’80s και ’90s, για να δανειστώ τον όρο του Παναγή Παναγιωτόπουλου, απαλλαγμένου υποτίθεται από έγνοιες και χρέη. Και από μια άποψη είναι λογικό να αναπολούμε τα χρόνια της ευμάρειας. Σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ του ’81 της αλλαγής και της ελπίδας, οι υπόλοιποι έπρεπε να διαχειριστούν πτωχεύσεις, καταποντισμούς, ήττες και μια χώρα (και ένα κόμμα) σε περιδίνηση εν μέσω πολλαπλών κρίσεων. Ετσι ο χαρισματικός Ανδρέας, με τα ευφυή συνθήματα και το πρωτοποριακό πολιτικό μάρκετινγκ, απολαμβάνει μετά θάνατον την ασυλία της μνήμης. Ως άλλος Περόν – τον οποίον σημειωτέον θαύμαζε– έζησε την προσωπολατρεία και το μίσος λατινοαμερικανικού τύπου σε ισότιμες δόσεις, παρά τις χαώδεις διαφορές, συνεχίζοντας να επικαθορίζει και να στοιχειώνει την πολιτική κουλτούρα ενός ολόκληρου χώρου (και τόπου). Γιατί ο Ανδρέας, όντας μια βαθιά πολωτική φιγούρα, για κάποιους ευθύνεται και για όλα τα λάθη, τις αστοχίες και τις αγκυλώσεις της χώρας, με τον λαϊκισμό του να υποσκάπτει τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις και τις βαθιές τομές που έφερε, αλλάζοντας μεν άρδην τη χώρα, ναρκοθετώντας όμως παράλληλα τη φυγή προς τα μπρος.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου απεχθανόταν τα νούμερα και τους πραγματικούς αριθμούς γιατί προτιμούσε τα μεγάλα πολιτικά αφηγήματα και τις ανατροπές. Το 2011, με την κρίση να σοβεί, ο γηραιός οικονομολόγος Δημήτρης Κουλουριάνος, υπουργός Οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ μετά το 1981, είχε μιλήσει για τη δυσανεξία του –κατά τ’ άλλα διαπρεπούς οικονομολόγου– στις οικονομικές αναλύσεις. Δεν είναι τυχαίο πως ο τεχνοκράτης Κουλουριάνος, πρώην στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, δεν μακροημέρευσε στον θώκο του «τσάρου», όπως και άλλοι με παρόμοιες αντιλήψεις μετά απ’ αυτόν. Οπως είπε, η κόντρα τους προήλθε από το γεγονός πως «ο Ανδρέας δεν έλεγε ποτέ “όχι”», εννοώντας φυσικά τις παροχές. Αυτό μας λέει πολλά για το φαινόμενο Ανδρέας και ίσως περισσότερα για τους λόγους για τους οποίους ακόμη ψυχοκινεί τόσο κόσμο, επισκιάζοντας τους συνεχιστές του.
*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.