Ο Στέφανος Κασσελάκης κέρδισε, με άνετη πλειοψηφία, την αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ πριν από ένα χρόνο. Αντιμετώπισε με μαεστρία το πραξικόπημα που στήθηκε στο συνέδριο του κόμματος μόλις πέντε μήνες αργότερα. Η υποψηφιότητά του δεν επιβλήθηκε από κάποιο σκοτεινό κέντρο – αντιθέτως, βόλεψε μερικά στελέχη (κυρίως τον Παύλο Πολάκη) που οσμίστηκαν ευκαιρία να δέσουν την τσαλακωμένη πολιτική μοίρα τους στο αστραφτερό άρμα του άγνωστου φερέλπιδος νέου. Ούτε αυτοί ούτε ο ίδιος περίμεναν ότι ο Κασσελάκης θα κέρδιζε τη μάχη για την αρχηγία. Σήμερα, οι πρώην χορηγοί του πρωτοστατούν στην εκστρατεία εκπαραθύρωσής του. Γιατί αμφισβητείται τόσο ένας αρχηγός που εξελέγη από τη βάση και λίγο μετά «αναβαπτίστηκε» πρόεδρος στο συνέδριο του κόμματος; Τι δίνει το δικαίωμα στους αμφισβητίες να αψηφούν τη βούληση ψηφοφόρων και συνέδρων; Πιθανώς η απάντηση βρίσκεται στο ότι στελέχη του κόμματος ουδέποτε πίστεψαν ότι ο Κασσελάκης είχε τη νομιμοποίηση να είναι αρχηγός τους. Τον είδαν σαν σωσίβιο – μόνο για να αποφασίσουν τελικώς ότι η πολύχρωμη κουλούρα που άρπαξαν ήταν μυλόπετρα.
Το μεγαλύτερο λάθος του είναι ότι πίστεψε πως θα τον προστάτευε ο θεσμός του προέδρου, όταν οι γύρω του θα έκριναν ότι η αεικίνητη ασυναρτησία του βλάπτει τις προσωπικές προοπτικές τους.
Η «νομιμοποίηση» (ή το «δικαίωμα διά να ομιλείτε», όπως το είχε διατυπώσει κορυφαίος υπουργός του πρώιμου ΠΑΣΟΚ) είναι το θεμέλιο της πολιτικής σκηνής μας, το κριτήριο με το οποίο αξιολογούμε εκ των προτέρων όσα ακούμε. Ασφαλώς, αυτή η βάση μετακινείται, αναλόγως της θέσης και της φιλοδοξίας του καθενός. Σε περιπτώσεις όπως του Κασσελάκη, όταν ο νέος αρχηγός δεν είναι προϊόν του κομματικού σωλήνα, τα στελέχη του κόμματός του (και οι αντίπαλοι) τον θεωρούν ουρανοκατέβατο, του προσάπτουν ότι δεν μάτωσε για το κόμμα. Θα τον ανεχθούν μόνο όσο εξασφαλίζει πρόσβαση στην εξουσία τώρα ή στο άμεσο μέλλον. Ετσι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακόμη βρίσκει απέναντί του πρώην πρωθυπουργούς και τους αυλικούς τους, που, παρά τις ολοφάνερες αποτυχίες τους, συμπεριφέρονται ως ιδιοκτήτες του κόμματος, ως «αληθινοί νεοδημοκράτες» που ανέχονται το ξένο σώμα (για τώρα). Μετά είναι οι «τεχνοκράτες», όπως ο Λουκάς Παπαδήμος, όπως ο Μάριο Μόντι και ο Μάριο Ντράγκι στην Ιταλία, που παρότι επελέγησαν σύμφωνα με το Σύνταγμα για να αναλάβουν βάρη που δεν άντεχαν αιρετοί πολιτικοί, απορρίφθηκαν από τους δεύτερους (χωρίς, όμως, αυτοί να βελτιώνουν την κατάσταση). Εχουν δίκιο οι εκλεγμένοι να διαμαρτύρονται για την τοποθέτηση μη εκλεγμένων, και ας συναινούν σε αυτό όταν οι ίδιοι βρίσκονται σε αδιέξοδο. Τι γίνεται, όμως, όταν οι εκλεγμένοι αποδεικνύονται ανεπαρκείς και δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις; Εάν δεν υπάρχουν ικανοί στο κόμμα να τους αντικαταστήσουν, δεν θα ήταν θεμιτό να μπει κάποιος ή κάποια άλλη στο παιχνίδι, να φέρει νέο αίμα, να άρει το αδιέξοδο; Ας μην ξεχνάμε, ο Ελευθέριος Βενιζέλος επελέγη από το εξαντλημένο πολιτικό σύστημα των Αθηνών για να βγάλει την Ελλάδα από το τέλμα, χάρη στην αξιοπιστία που είχε αποκτήσει ως επαναστάτης στην Κρήτη. Μπορεί να τον θεωρούσαν προσωρινή λύση, όμως, με πυγμή και πρόγραμμα, κυριάρχησε στην πολιτική για δεκαετίες.
Ο Κασσελάκης (που, ασφαλώς, δεν είναι Βενιζέλος) εξελέγη αρχηγός κυρίως επειδή ουδείς γνώριζε ποιος ήταν, επειδή η πλειοψηφία των μελών και φίλων του ΣΥΡΙΖΑ ποθούσε νέο πνεύμα στην ηγεσία. Σε λιγότερο από ένα χρόνο φάνηκε ότι ο Κασσελάκης δεν διαθέτει ούτε δάφνες από το παρελθόν ούτε σοβαρό πρόγραμμα, πέρα από το χρεοκοπημένο του ΣΥΡΙΖΑ. Το μεγαλύτερο λάθος του, όμως, είναι ότι πίστεψε πως θα τον προστάτευε ο θεσμός του προέδρου, όταν οι γύρω του θα έκριναν ότι η αεικίνητη ασυναρτησία του βλάπτει τις προσωπικές προοπτικές τους. Και δεν νομιμοποιούν κανέναν να το κάνει αυτό.