Ακόμη αντηχούν στ’ αυτιά μου οι οιμωγές όσων θρηνούσαν για την απόσπαση των αρχαιοτήτων από τον σταθμό του μετρό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. «Μας παίρνουν τα αρχαία!». «Δεν θα τα ξαναδούμε ποτέ!». Το «ξανά» είναι περιττό διότι μάλλον δεν τα είχαν δει ποτέ για να τα ξαναδούν. Ομως ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εκφραστεί η ευαισθησία τους. «Η ανάγκη του καπιταλισμού για ανάπτυξη εξαφανίζει την κληρονομιά μας». Γνωρίζοντας ότι το μετρό είναι ένα μέσο που διευκολύνει τη ζωή των μεσαίων στρωμάτων, μέχρι εκεί τους έκοβε, δεν ήθελαν να καταφερθούν ευθέως κατά του μέσου. Δεν πείθονταν από τις διαβεβαιώσεις έγκριτων αρχαιολόγων, και του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, που διαβεβαίωναν ότι οι αρχαιότητες θα μετακινηθούν για τις ανάγκες κατασκευής του σταθμού και όταν αυτή ολοκληρωθεί θα επανέλθουν στην αρχική τους θέση. Και μάλιστα θα ενταχθούν στη σύγχρονη κατασκευή. Οχι, αυτοί ήξεραν καλύτερα. Ωσπου ο καιρός πέρασε, οι εργασίες περατώθηκαν και τώρα οι αρχαιότητες επιστρέφουν στην αρχική τους θέση, και μάλιστα εμπλουτισμένες με παλαιότερα ευρήματα που αποκαλύφθηκαν μετά τη μετακίνησή τους. Πού είναι τώρα όλοι αυτοί; Μήπως θα τους ακούσουμε να παραδεχθούν ότι έπεσαν έξω; Ελάτε τώρα. Αυτοί δεν πέφτουν ποτέ έξω.
Την ίδια περίπου εποχή οργανώθηκε και η εκστρατεία κατά της επίστρωσης του διαδρόμου που οδηγεί στον Παρθενώνα από την είσοδο των Προπυλαίων. Αλλος θρήνος εκεί. Στερήθηκαν το «αίσθημα» της πέτρας από τα πέλματά τους, το οποίο είχαν συνηθίσει εξ απαλών ονύχων. Τι κι αν ο Μανόλης Κορρές τούς έλεγε ότι αυτές οι πέτρες δεν ήταν αρχαίες, ήταν ένας διάδρομος που είχε φτιαχτεί στη δεκαετία του πενήντα, αν δεν κάνω λάθος. Ο Κορρές, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στον Βράχο, δεν είχε δίκιο. Είχαν δίκιο οι επικριτές του και το «αίσθημά» τους. Τα πέλματά τους δεν άντεχαν να πατούν τσιμέντο. Και έτσι γεννήθηκε το παραμύθι για το «τσιμέντωμα της Ακρόπολης». Το αναπαρήγαγαν και διάφορα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης από ανταποκριτές που αναμετέδιδαν τις ανταποκρίσεις των Ελλήνων φίλων τους, των «επαφών» τους. Σήμερα αναρωτιέμαι αν κάποιος από τους επισκέπτες της Ακρόπολης, και ευτυχώς δεν είναι λίγοι, διαμαρτύρεται για την επίστρωση που οδηγεί στον Παρθενώνα. Αν θεωρεί ότι του χαλάει το αίσθημα του μεγαλείου. Αλήθεια, πού είναι όλοι αυτοί που φώναζαν τότε; Υποθέτω ότι χειροκροτούν τους παραολυμπιονίκες μας, των οποίων την πρόσβαση διευκολύνει το έργο.
Ακουσα την πολύ ενδιαφέρουσα εκπομπή του Αρη Πορτοσάλτε με τον φίλο ελληνιστή Ρόντρικ Μπίτον, ο οποίος λέει ότι η ελληνική γλώσσα είναι ο μίτος της Αριάδνης που ορίζει τη διαχρονικότητα του ελληνισμού. Εχει απόλυτο δίκιο. Ομως σε αυτήν την παράμετρο θα πρόσθετα και το τοπίο, την παρουσία των κειμηλίων του παρελθόντος μας στη σύγχρονη ζωή. «Τα ερείπια είναι σύγχρονες υπάρξεις», όπως έγραψε ο Μαλρό. Οι Ελληνες, σε αντίθεση με τον άλλο αρχαίο πολιτισμό της Δύσης, τους Ιουδαίους, πάντα παρέμειναν σε αυτόν τον τόπο. Η παρουσία των ερειπίων στη σύγχρονη ζωή οργανώνει το συλλογικό μας υποσυνείδητο. Τι θα ήταν η Αθήνα χωρίς την Ακρόπολη; Ακόμη κι αν δεν την έχεις επισκεφθεί ποτέ, ακόμη κι αν δεν τη βλέπεις στην καθημερινότητά σου, ξέρεις ότι είναι «εκεί». Κι αυτό το «εκεί» είναι ο πυρήνας της συλλογικής μας συνείδησης. Μέσω αυτής επικοινωνούμε με τον φυσικό πολιτισμικό μας χώρο, το ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Τα επεισόδια που προανέφερα, ο σταθμός Βενιζέλου και το «τσιμέντωμα» της Ακρόπολης, είναι συμπτώματα της ψυχοπαθολογικής σχέσης που διατηρούμε με το παρελθόν μας. Ενα σύμπλεγμα στο έλεος της συναισθηματικής μας νοημοσύνης. Το οποίο διάφοροι το υποβάλλουν σε ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια, κοινώς το υποτάσσουν στις εκάστοτε διαθέσεις τους παραμερίζοντας τις δικές του απαιτήσεις. Κάποτε ήταν η εθνικιστική ιδεολογία της Δεξιάς. Τη σκυτάλη ανέλαβε η Αριστερά.
Αν θέλουμε όμως να είμαστε δίκαιοι με τον εαυτό μας, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι στα διακόσια χρόνια της σύγχρονης Ιστορίας μας δεν τα έχουμε πάει και τόσο άσχημα στη διαχείριση του προβλήματος. Απόδειξη τα μικρά τοπικά μουσεία, απόδειξη και τα μεγάλα μουσεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Ολυμπίας, των Δελφών. Το οφείλουμε στους αρχαιολόγους, όπως τον φίλο, μακαρίτη πια, Πέτρο Θέμελη, που ανέδειξε τη Μεσσήνη εκ του μηδενός, και σε όσους αναγνώρισαν την αξία αυτής της σχέσης για τη σύγχρονη Ελλάδα. Θυμηθείτε μόνον όσους έκρυψαν τα πολύτιμα έργα στο Εθνικό Αρχαιολογικό για να μην τα βρουν οι ναζί και ξεχάστε τους δωρεάν γκρινιάρηδες.